Η κλιματική κρίση και η υπερθέρμανση των θαλασσών αναγκάζει πολλά είδη ψαριών να μετακινούνται από τις τροπικές περιοχές προς τους πόλους, γεγονός που αλλάζει τη σύνθεση των αλιευμάτων στις υποτροπικές, εύκρατες και υποπολικές περιοχές.
.
Τη διαπίστωση αυτή κάνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο διευθυντής του Εργαστηρίου Ιχθυολογίας ΑΠΘ, καθηγητής Τμήματος Βιολογίας, Αθανάσιος Τσίκληρας, με αφορμή το 22ο Ετήσιο Συμπόσιο της FishBase, με τίτλο «Fishes in changing ecosystems», το οποίο διοργανώνεται από το Εργαστήριο Ιχθυολογίας και ξεκινάει σήμερα στο Κέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων του ΑΠΘ.
Σύμφωνα με τον κ. Τσίκληρα, κλασικό παράδειγμα της μετακίνησης των ψαριών, λόγω της υπερθέρμανσης, είναι τα είδη που έρχονται από τη Λεβαντίνη, όπως ο λαγοκέφαλος, το λεοντόψαρο και ο γερμανός, τα οποία αυξάνονται και εξαπλώνονται με την άνοδο της θερμοκρασίας. Στο νότιο Αιγαίο και τα Δωδεκάνησα έχουν ήδη συνηθίσει να βλέπουν αυτά τα είδη -σύμφωνα με τον καθηγητή- κάτι που ίσως θα μπορούσε να είχε αποτραπεί, αν είχαμε διασφαλίσει υψηλότερη βιομάζα των ενδημικών ψαριών, οπότε η είσοδος των ξενικών ειδών θα ήταν δυσκολότερη.
«Αν είχαμε διασφαλίσει πιο υγιές οικοσύστημα στο Αιγαίο, καταπολεμώντας την υπεραλίευση, θα είχαμε λιγότερα ξενικά είδη και λιγότερα προβλήματα που σχετίζονται με ανισορροπία του οικοσυστήματος», λέει ο κ. Τσίκληρας. «Σκεφτείτε επίσης», συνεχίζει, «ότι πριν από 10 χρόνια, ο γαύρος έφτασε ξανά στη βόρεια θάλασσα και στη Βαλτική, όπου είχαν να τον δουν 50 χρόνια, γιατί οι κλιματικές συνθήκες ευνόησαν την εξάπλωσή του σε εκείνα τα μέρη».
Η εναρκτήρια ομιλία του Συμποσίου θα δοθεί από τον καθηγητή στο University of British Columbia του Καναδά και επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Βιολογίας ΑΠΘ, Daniel Pauly. Ο Daniel Pauly έχει συγγράψει περισσότερες από 1000 επιστημονικές δημοσιεύσεις και περίπου 20 βιβλία που πραγματεύονται τη βιολογία των θαλάσσιων οργανισμών και τη διαχείριση των πληθυσμών τους, ενώ ήταν από τους πρώτους επιστήμονες που έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις οικοσυστημικές επιπτώσεις της υπεραλίευσης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ