Οι εταιρείες πλαστικών γνώριζαν για περισσότερα από 30 χρόνια ότι η ανακύκλωση δεν είναι μια οικονομικά ή τεχνικά εφικτή λύση διαχείρισης πλαστικών αποβλήτων. Παρόλα αυτά, δεν δίστασαν να την προωθήσουν, όπως αποκαλύπτει νέα έκθεση.
.
«Οι εταιρείες είπαν ψέματα», δήλωσε ο Ρίτσαρντ Γουάιλς, πρόεδρος της ομάδας υπεράσπισης της ευθύνης για τα ορυκτά καύσιμα του Κέντρου για την Ακεραιότητα του Κλίματος (Center for Climate Integrity, CCI) που δημοσίευσε την έκθεση.
«Ήρθε η ώρα να τις καταστήσουμε υπόλογες για τη ζημιά που προκάλεσαν», τόνισε.
Το πλαστικό, το οποίο παράγεται από πετρέλαιο και φυσικό αέριο, είναι γνωστό ότι είναι δύσκολο να ανακυκλωθεί. Για να γίνει αυτό απαιτείται σχολαστική διαλογή, καθώς οι περισσότερες από τις χιλιάδες χημικά διαφορετικές ποικιλίες πλαστικού δεν μπορούν να ανακυκλωθούν μαζί. Αυτό καθιστά μια ήδη ακριβή διαδικασία ακόμη πιο δαπανηρή. Μια άλλη πρόκληση είναι ότι το υλικό υποβαθμίζεται κάθε φορά που επαναχρησιμοποιείται, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί γενικά να επαναχρησιμοποιηθεί μόνο μία ή δύο φορές.
Η βιομηχανία γνώριζε εδώ και δεκαετίες για τις προκλήσεις αυτές, αλλά απέκρυπτε τις σχετικές πληροφορίες στις εκστρατείες μάρκετινγκ, όπως δείχνει η έκθεση. Η έρευνα βασίζεται σε προηγούμενες μελέτες καθώς και σε πρόσφατα αποκαλυφθέντα εσωτερικά έγγραφα που καταδεικνύουν την έκταση αυτής της εκστρατείας δεκαετιών.
Τις τελευταίες δεκαετίες οι εμπειρογνώμονες της βιομηχανίας έχουν δηλώσει ότι η ανακύκλωση πλαστικών είναι «αντιοικονομική», ότι «δεν μπορεί να θεωρηθεί μόνιμη λύση για τα στερεά απόβλητα» και ότι «δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον». Οι συγγραφείς της μελέτης λένε ότι τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι οι εταιρείες πετρελαίου και πετροχημικών, καθώς και οι εμπορικές ενώσεις τους, ενδέχεται να έχουν παραβιάσει νόμους που έχουν σχεδιαστεί για την προστασία του κοινού από το παραπλανητικό μάρκετινγκ και τη ρύπανση.
Πλαστικά μιας χρήσης
Στη δεκαετία του 1950, οι εταιρείες πλαστικών σκέφτηκαν μια ιδέα για να εξασφαλίσουν μια συνεχώς αυξανόμενη αγορά για τα προϊόντα τους: τη δυνατότητα μιας χρήσης.
«Ήξεραν ότι αν επικεντρώνονταν στα [πλαστικά] μιας χρήσης, οι άνθρωποι θα αγόραζαν ξανά και ξανά» δήλωσε ο Ντέιβις Άλλεν, ερευνητής στο CCI και επικεφαλής συγγραφέας της έκθεσης.
Σε ένα συνέδριο του 1956, η Society of the Plastics Industry, ένας εμπορικός όμιλος, είπε στους παραγωγούς να επικεντρωθούν στο «χαμηλό κόστος, τον μεγάλο όγκο και την αναλωσιμότητα και να επιδιώκουν ώστε τα υλικά να καταλήγουν στα σκουπίδια».
Η Society of Plastics είναι σήμερα γνωστή ως Plastics Industry Association. Τις επόμενες δεκαετίες, η βιομηχανία είπε στο κοινό ότι τα πλαστικά μπορούν εύκολα να πεταχτούν σε χωματερές ή να καούν σε αποτεφρωτήρες σκουπιδιών. Αλλά στη δεκαετία του 1980, καθώς οι δήμοι άρχισαν να εξετάζουν το ενδεχόμενο απαγόρευσης της πλαστικής σακούλας καθώς και άλλων πλαστικών προϊόντων, η βιομηχανία άρχισε να προωθεί μια νέα λύση: την ανακύκλωση.
Εκστρατείες ανακύκλωσης πλαστικού
Η βιομηχανία γνώριζε από καιρό ότι η ανακύκλωση πλαστικών δεν είναι οικονομικά ή πρακτικά βιώσιμη, όπως προκύπτει από την έκθεση. Μια εσωτερική έκθεση του Ινστιτούτου Βινυλίου το 1986 σημείωνε ότι «η ανακύκλωση δεν μπορεί να θεωρηθεί μόνιμη λύση στερεών αποβλήτων [για τα πλαστικά], καθώς απλώς παρατείνει τον χρόνο μέχρι την απόρριψη του αντικειμένου».
Παρά το γεγονός ότι το γνώριζε, η Society of the Plastics Industry δημιούργησε το 1984 το Ίδρυμα Ανακύκλωσης Πλαστικών, συγκεντρώνοντας πετροχημικές εταιρείες και εμφιαλωτές, και ξεκίνησε μια εκστρατεία που επικεντρώθηκε στη δέσμευση του τομέα στην ανακύκλωση. Το 1988, ο εμπορικός όμιλος παρουσίασε το ευρέως αναγνωρισμένο σύμβολο για το ανακυκλώσιμο πλαστικό και άρχισε να το χρησιμοποιεί στις συσκευασίες. Οι ειδικοί έχουν πει εδώ και καιρό ότι το σύμβολο είναι άκρως παραπλανητικό, και πρόσφατα οι ομοσπονδιακές ρυθμιστικές αρχές επανέλαβαν τις ανησυχίες τους.
Η Society of the Plastics Industry ίδρυσε επίσης ένα ερευνητικό κέντρο ανακύκλωσης πλαστικών στο Πανεπιστήμιο Rutgers στο Νιου Τζέρσεϊ το 1985, ένα χρόνο αφότου οι πολιτειακοί νομοθέτες ψήφισαν έναν νόμο για την υποχρεωτική ανακύκλωση. Το 1988, η βιομηχανική ομάδα Council for Solid Waste Solutions δημιούργησε ένα πιλοτικό πρόγραμμα ανακύκλωσης στο Σεντ Πολ της Μινεσότα, όπου το δημοτικό συμβούλιο μόλις είχε ψηφίσει την απαγόρευση του πλαστικού πολυστυρενίου ή φελιζόλ.
Όλο αυτό το διάστημα, πίσω από κλειστές πόρτες, οι ηγέτες της βιομηχανίας υποστήριζαν ότι η ανακύκλωση δεν αποτελούσε πραγματική λύση. Το 1994, ένας εκπρόσωπος της Eastman Chemical μίλησε σε ένα βιομηχανικό συνέδριο για την ανάγκη κατάλληλης υποδομής ανακύκλωσης πλαστικών.
«Αν και κάποια μέρα αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα», είπε, «είναι πιο πιθανό να ξυπνήσουμε και να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν πρόκειται να καταφέρουμε να ξεφύγουμε από το πρόβλημα των στερεών αποβλήτων με την ανακύκλωση».
«Πρόκειται σαφώς για απάτη αυτό στο οποίο εμπλέκονται», δήλωσε ο Γουάιλς.
Η έκθεση δεν ισχυρίζεται ότι οι εταιρείες παραβίασαν συγκεκριμένους νόμους. Αλλά η Αλίσα Τζολ, συν-συγγραφέας της έκθεσης και δικηγόρος, υποψιάζεται ότι παραβίασαν τις διατάξεις περί δημόσιας βλάβης, εκβιασμού και απάτης των καταναλωτών.
Η παραβατική συμπεριφορά της βιομηχανίας συνεχίζεται και σήμερα, υποστηρίζει η έκθεση. Τα τελευταία χρόνια, ομάδες λόμπι της βιομηχανίας προωθούν τη λεγόμενη χημική ανακύκλωση, η οποία διασπά τα πλαστικά πολυμερή σε μικροσκοπικά μόρια προκειμένου να παραχθούν νέα πλαστικά, συνθετικά καύσιμα και άλλα προϊόντα. Όμως η διαδικασία αυτή δημιουργεί ρύπανση και είναι ακόμη πιο ενεργοβόρα από την παραδοσιακή ανακύκλωση πλαστικών.
Νομικές επιπτώσεις
Η έκθεση έρχεται καθώς η βιομηχανία πλαστικών και η ανακύκλωση αντιμετωπίζουν αυξανόμενο δημόσιο έλεγχο. Πριν από δύο χρόνια, ο γενικός εισαγγελέας της Καλιφόρνια, Ρομπ Μπόντα, ξεκίνησε δημόσια έρευνα για τους παραγωγούς ορυκτών καυσίμων και πετροχημικών αναφορικά με τον «ρόλο τους στην πρόκληση και επιδείνωση της παγκόσμιας κρίσης ρύπανσης από πλαστικά».
Το κοινό ανησυχεί όλο και περισσότερο για τις κλιματικές επιπτώσεις της παραγωγής και της διάθεσης πλαστικών, οι οποίες ευθύνονται για το 3,4% όλων των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Τα τελευταία χρόνια, ορισμένες πόλεις και πολιτείες στις ΗΠΑ έχουν μηνύσει τη βιομηχανία πετρελαίου για τη συγκάλυψη των κινδύνων της κλιματικής κρίσης. Αντίστοιχα, η προσφυγή των πετρελαϊκών και πετροχημικών βιομηχανιών στα δικαστήρια για «συνειδητή εξαπάτηση» του κοινού, πρότεινε ο Γουάιλς, θα μπορούσε να τις αναγκάσει να αλλάξουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα.
«Νομίζω ότι το πρώτο βήμα για την επίλυση του προβλήματος είναι η απόδοση ευθυνών στις εταιρείες», πρόσθεσε.
Η Τζούντιθ Ενκ, πρώην περιφερειακή διευθύντρια της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος και ιδρύτρια της ομάδας υπεράσπισης Beyond Plastics, χαρακτήρισε την ανάλυση «πολύ ορθή».
«Η έκθεση θα πρέπει να διαβαστεί από κάθε γενικό εισαγγελέα της χώρας και την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου», τόνισε.
«Αν ήμουν γενικός εισαγγελέας, με βάση αυτά που διάβασα στην έκθεση του CCI, θα αισθανόμουν άνετα να πιέσω για έρευνα και μήνυση», δήλωσε ο Μπράιαν Φρος, πρώην γενικός εισαγγελέας της πολιτείας του Μέριλαντ.
ΠΗΓΗ: Guardian