Συνθήκες ξηρασίας επικρατούν στο μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής ηπειρωτικής Ελλάδας την ώρα που τα ρεκόρ υψηλών θερμοκρασιών το πρώτο τρίμηνο του 2024 συνεχώς καταρρίπτονται και οι βροχοπτώσεις όλο και λιγοστεύουν. Ενδεικτικά, σύμφωνα με το meteo.gr του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, ο Μάρτιος του 2024 ήταν ο πιο θερμός τα τελευταία 15 χρόνια στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα.
.
«Βαδίζουμε σε μια πιο ευρύτερη ξηρασία γιατί μέχρι τώρα είχαμε τοπικές ξηρασίες στη Θράκη, Ανατολική Μακεδονία και Κρήτη. Όμως μειωμένες βροχοπτώσεις στις αρχές του 2024 καταγράφουμε στο μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής ηπειρωτικής Ελλάδας. Είμαστε στην αρχή μιας ήπιας, προς το παρόν, ξηρασίας και δεν μπορούμε ακόμη να συγκρίνουμε με τη σοβαρή ξηρασία που είχαμε στη Βόρεια Ελλάδα και στην Κρήτη, αλλά τα πράγματα δεν βαίνουν καλώς», επισημαίνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο φυσικός- μετεωρολόγος και επιστημονικός συνεργάτης του meteo.gr και του climatebook, Σταύρος Ντάφης και προσθέτει ότι αναμένονται κάποιες βροχοπτώσεις μέσα στον Απρίλιο οι οποίες όμως θα είναι κυρίως παροδικές καταιγίδες που δεν θα αναπληρώσουν το έλλειμμα βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων των προηγούμενων μηνών.
Παράλληλα, στις περιοχές με έλλειμμα βροχής εντοπίζεται να συγκεντρώνεται νεκρή καύσιμη ύλη γεγονός που προβληματίζει τους επιστήμονες για τις συνθήκες ευφλεκτότητας. Ειδικότερα, όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ντάφης, αυξημένη νεκρή καύσιμη ύλη εντοπίζεται ήδη σε περιοχές της Θεσσαλίας, της Δυτικής Μακεδονίας, Φθιώτιδας, Βοιωτίας και Ανατολικής Πελοποννήσου καθώς και στην περιοχή του Άργους αλλά και στην Νότια Κρήτη. «Δεν είναι ξεκάθαρο τι ορίζει αυτή η μεταβατική εποχή της άνοιξης για τις πυρκαγιές του καλοκαιριού», σημειώνει ο κ. Ντάφης προσθέτοντας ότι στην περίπτωση μιας πολύ ξηρής άνοιξης υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα για περισσότερες πυρκαγιές στις αρχές του καλοκαιριού απ’ ότι προς τα τέλη.
Νίκη Ευελπίδου – Καθηγήτρια Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών: «Ερημοποιούμαστε»
Αντιμέτωπες με την ερημοποίηση θα βρίσκονται όλο και περισσότερες περιοχές της Μεσογείου, μεταξύ αυτών και περιοχές της Ελλάδας λόγω της ξηρασίας. Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η καθηγήτρια Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκη Ευελπίδου, η ξηρασία δεν είναι μόνον η αύξηση της θερμοκρασίας, είναι επίσης η μείωση των βροχοπτώσεων και είναι και η υπεράντληση των υπόγειων υδάτων. «Γι αυτό πολύ συχνά μιλάμε για φαινόμενα ερημοποίησης. Όταν ακούει κάποιος τη λέξη έρημο πάει το μυαλό του στη Σαχάρα σε μία θάλασσα άμμου. Η ερημοποίηση δεν σημαίνει απαραίτητα μία έρημος γεμάτη από άμμο. Η ερημοποίηση σημαίνει μία περιοχή, η οποία έχει λίγο νερό και το έδαφος έχει χάσει τα θρεπτικά του συστατικά και άρα δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε. Στην Ελλάδα συμβαίνει ήδη αυτό, και είναι πολλές οι περιοχές που μάς συμβαίνει. Υπάρχουν περιοχές οι οποίες σήμερα το νερό τους δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών», σημειώνει η κυρία Ευελπίδου. Τέτοιες περιοχές, όπως τονίζει, είναι η Ελαφόνησος αλλά και νησιά των Κυκλάδων.
«Ερημοποιούμαστε. Κάποτε με είχαν ρωτήσει σε μία συνέντευξη: Τι φοβάστε περισσότερο να μάς συμβεί από θέμα φυσικών καταστροφών και προβλημάτων στο μέλλον και απάντησα, “φοβάμαι τη στιγμή που θα διψάω και δεν θα υπάρχει νερό για να πιω” και δεν είναι πολύ μακριά, δεν είναι καθόλου μακριά. Εμείς ανοίγουμε τη βρύση μας και βγαίνει νερό αλλά αυτό δεν είναι αυτονόητο και δεν είναι αυτονόητο για πάρα πολλές περιοχές όχι του κόσμου, όχι της Μεσογείου αλλά της Ελλάδας. Τα μισά νησιά μας ανοίγουν τη βρύση και δεν έχουν νερό πρέπει να αγοράσουν εμφιαλωμένο για να πιουν. Το νερό της βρύσης είναι για να κάνουν μπάνιο ή για να το βράσουν. Και πολλές φορές ανοίγουν τη βρύση και βγάζουν λάσπη έχει τελειώσει το νερό», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κυρία Ευελπίδου.
Αναφορικά με την αύξηση της θερμοκρασίας και τη ξηρασία η κυρία Ευελπίδου τονίζει ότι η αύξηση της θερμοκρασίας μοιραία οδηγεί σε ξηρασία. «Όταν αυξάνεται η θερμοκρασία είναι μοιραίο να έχουμε αύξηση και στην ξηρασία. Οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν τα τελευταία χρόνια με πολύ γοργό ρυθμό. Όταν, λοιπόν, αυτό είναι παρατεταμένο, μοιραία χάνει την υγρασία του, μοιραία η βλάστηση αποδυναμώνεται και μοιραία μπαίνουμε στον φαύλο κύκλο» εξηγεί, προσθέτοντας ότι στην παρατεταμένη διάρκειας ξηρασία μειώνεται η υγρασία του εδάφους, άρα ευνοείται η εξάπλωση της πυρκαγιάς, είναι πιο δύσκολη η κατάσβεσή της.
«Η αυξημένη ξηρασία οδηγεί σε μείωση υγρασίας εδάφους. Αυτό σημαίνει ότι τα φυτά δεν μπορούν να δεσμεύσουν τα θρεπτικά στοιχεία του εδάφους οπότε μειώνεται η φυτοκάλυψη. Όταν δεν έχουμε βλάστηση το έδαφος διαβρώνεται πιο εύκολα, για πολλούς λόγους. Η βλάστηση επιβραδύνει την επιφανειακή απορροή, το νερό της βροχής κινείται πιο αργά. Το επόμενο είναι ότι μέσα από το ριζικό τους σύστημα φτιάχνουν κάποιες ασυνέχειες μέσα στο έδαφος οπότε το νερό της βροχής ποτίζει το έδαφος άρα εμπλουτίζει και τον υδροφόρο ορίζοντα που το θέλουμε αυτό κι επίσης τα φύλλα των δέντρων ή γενικώς ό,τι βλάστηση έχουμε, επιβραδύνουν την βροχόπτωση από την ώρα που πέφτει μέχρι να φτάσει στο έδαφος, μειώνουν την ορμή της», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κυρία Ευελπίδου, επισημαίνοντας ότι κάτι που δημιουργείται λόγω της κλιματικής κρίσης και των αιφνίδιων πλημμυρών είναι η ένταση της βροχόπτωσης.
«Μπορεί το ίδιο ποσό βροχόπτωσης αν πέσει ήρεμα, ποτιστικά που λέμε, να μην δημιουργήσει προβλήματα αλλά αν πέσει έντονα με μορφή καταιγίδας να δημιουργήσει πάρα πολλά προβλήματα. Τα δέντρα και η βλάστηση μειώνουν την ορμή με την οποία φτάνει η βροχή στο έδαφος άρα λοιπόν βοηθούν στο να μειωθεί η διάβρωση, ο πλημμυρικός κίνδυνος και να εμπλουτιστεί ο υδροφόρος ορίζοντας με νερό. Η αύξηση της ξηρασίας ταυτόχρονα δημιουργεί ρωγμές ξήρανσης στο έδαφος όπως είναι ένα δέρμα σκασμένο πολύ χωρίς να έχει πάρει την υγρασία το ίδιο σκάει και η γη και η διάνοιξη αυτών των ρωγμών οδηγεί στην αποκόλληση των κόκκων τους εδάφους. Άρα κι αυτό επιταχύνει τη διάβρωση διότι όλο αυτό μαζί είναι ένας φαύλος κύκλος γιατί αν έχουμε πολλή έντονη διάβρωση και χαθεί το έδαφος μετά δεν μπορούμε να έχουμε και βλάστηση», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, σημειώνοντας ότι κάτι που επιβεβαιώνει αυτόν τον φαύλο κύκλο είναι και το γεγονός ότι η μειωμένη φυτοκάλυψη και η ξηρασία ευνοούν τις πυρκαγιές.
«Το μεγάλο πρόβλημα από τις πυρκαγιές ειδικά αυτές που έγιναν τα τελευταία χρόνια και ήταν τόσο εκτεταμένες στον ελλαδικό χώρο, είναι να μην αφήσεις το έδαφος να χαθεί. Από τη στιγμή που έγιναν οι πρώτες βροχές τα εδάφη τα είδαμε να φεύγουν, δεν μπορούν μετά να γυρίσουν πίσω. Περίπου 1 εκατοστό εδάφους θέλει περίπου 1.000 χρόνια. Οπότε πότε θα σχηματιστεί, πότε θα δημιουργηθεί για να προλάβουν να δημιουργηθούν και τα δέντρα να βοηθήσουν το σύστημα να ανακάμψει. Και μέσα σε όλον αυτόν τον φαύλο κύκλο έρχονται και οι ανθρωπογενείς επεμβάσεις. Σε περιοχές που έχουμε ήδη λειψυδρία εμείς εξακολουθούμε να κάνουμε υπεράντληση από τους υδροφόρες ορίζοντες πάρα πολύ κοντά στη θάλασσα, άρα βάζουμε θαλασσινό νερό μέσα στον υδροφόρο ορίζοντα, με το που το κάνουμε αυτό θανατώνουμε τον υδροφόρο ορίζοντα και θανατώνουμε και τα εδάφη. Όταν στο έδαφος μπει αλάτι έχει τελειώσει», υπογραμμίζει η κυρία Ευελπίδου και καταλήγει: «Το νερό μας λιγοστεύει επικίνδυνα, οι γαίες μας υποβαθμίζονται και όλο αυτό λέγεται ερημοποίηση. Αυτό ακριβώς είναι, η έλλειψη νερού και οι φτωχές γαίες».