ESG+Stories

Η κλιματική πολιτική του Τραμπ και οι επιπτώσεις της

Στο διάστημα της παρουσίας του στον Λευκό Οίκο, ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κατήργησε καίριους πυλώνες της αμερικανικής πολιτικής για το κλίμα όταν αποχώρησε από τη Συμφωνία του Παρισιού και αναίρεσε περισσότερους από 100 κανονισμούς για την προστασία του αέρα, των υδάτων, των απειλούμενων ειδών και της ανθρώπινης υγείας.
Η κλιματική πολιτική του Τραμπ και οι επιπτώσεις της

Η αποχώρησή των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Συμφωνία του Παρισιού υπό την προεδρία Τραμπ εμπνέει μέχρι και σήμερα λαϊκιστές ηγέτες να παρακάμψουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν. Παράλληλα, η αναμόρφωση των ομοσπονδιακών δικαστηρίων των ΗΠΑ και οι περιβαλλοντικές προσεγγίσεις του Τραμπ επηρεάζουν την ποιότητα του αέρα, το νερό, τους υγροτόπους και τις ομοσπονδιακές εκτάσεις, προσθέτοντας εμπόδια στις προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, όπως υποστηρίζει σε ανάλυσή του το Inside Climate News.

.

Στο διάστημα της παρουσίας του στον Λευκό Οίκο, ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κατήργησε καίριους πυλώνες της αμερικανικής πολιτικής για το κλίμα όταν αποχώρησε από τη Συμφωνία του Παρισιού και αναίρεσε περισσότερους από 100 κανονισμούς για την προστασία του αέρα, των υδάτων, των απειλούμενων ειδών και της ανθρώπινης υγείας. Είναι σαφές, καθώς αναλαμβάνει επίσημα τον ρόλο του ως υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων ότι η πρώτη του προεδρική θητεία πρόλαβε να καθορίσει την περιβαλλοντική πολιτική των ΗΠΑ με μακροπρόθεσμο αντίκτυπο.  Οι ΗΠΑ επέστρεψαν μεν στη συμφωνία του Παρισιού μετά την εκλογή του Τζο Μπάιντεν, όμως οι πράξεις του απερχόμενου προέδρου Τραμπ έδειξε σε λαϊκιστές ηγέτες μια διέξοδο από την παγκόσμια συμφωνία για το κλίμα, η οποία πλέον είναι ασταθής ως προς την τήρησή της.

Παραδόξως, πριν εκλεγεί πρόεδρος, ο Τραμπ το 2016, έδειχνε να έχει επίγνωση της πολιτικής δημοτικότητας της προστασίας του περιβάλλοντος. Αντί να απορρίψει ευθέως την επιστήμη του κλίματος, εστίασε στην άρση των οικονομικών υποχρεώσεων που επέβαλε η Συμφωνία του Παρισιού στις ΗΠΑ. Όρισε τα σχέδιά του για την ενέργεια στο πλαίσιο του σλόγκαν «Πρώτα η Αμερική», ως μέρος μιας ατζέντας «ενεργειακής κυριαρχίας», η οποία θα προστάτευε τις ΗΠΑ από τους ανταγωνιστές, ιδίως από την Κίνα. Η συντριπτική πλειονότητα των οικολόγων κρίνει τις πρωτοβουλίες του Τραμπ για την προστασία του καθαρού νερού και της γης ως διακοσμητικές, θεωρώντας τις ευρύτερες πολιτικές του ελλιπείς και επιβλαβείς.

Συμφωνία του Παρισιού: Αλήθειες και ψέματα

Ο Τραμπ ξεκίνησε την προεδρία του με ευρείες εκτελεστικές εντολές: Εγκρίθηκαν μεγάλοι αγωγοί πετρελαίου και η παραγωγή ορυκτών καυσίμων στις ΗΠΑ τονώθηκε. Παρ' όλα αυτά, τις πρώτες εβδομάδες της προεδρίας του υπήρχε ακόμη αβεβαιότητα σχετικά με το αν θα πράγματι θα απέσυρε τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού.

Η Συμφωνία του Παρισιού ήταν προϊόν πολυετών διαπραγματεύσεων και σχεδιάστηκε με στόχο να ξεπεραστεί η πολιτική αντίθεση των ΗΠΑ. Οι διαπραγματευτές είδαν την αμερικανική συμμετοχή ως καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχία της, όχι μόνο επειδή οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος ιστορικά συντελεστής εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αλλά και επειδή είχαν τον πλούτο και την επιρροή για να συμπαρασύρουν και άλλα κράτη.

Η Συμφωνία του Παρισιού απαιτούσε από τα κράτη να καθορίσουν τους δικούς τους στόχους, να υποβάλουν εκθέσεις προόδου και να αυξήσουν τις φιλοδοξίες τους με την πάροδο του χρόνου, αλλά δεν περιείχε δεσμευτικούς στόχους ή χρονοδιαγράμματα για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Οι στόχοι ήταν εθελοντικοί, χωρίς κυρώσεις για την αποτυχία επίτευξής τους. Αυτό σήμαινε, κατά την άποψη του τότε προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, ότι δεν επρόκειτο για «συνθήκη» που θα απαιτούσε επικύρωση από τα δύο τρίτα της Γερουσίας.

Οι σύμβουλοι του Τραμπ διαφώνησαν. Ωστόσο ο Τζακ Τίλερσον, που τότε ήταν Υπουργός Εξωτερικός, τάχθηκε από κοινού με αρκετά μέλη του υπουργικού συμβουλίου υπέρ της παραμονής στη συμφωνία του Παρισιού, αναγνωρίζοντας την ανάγκη ενός διακρατικού συντονισμού για την επιτυχή αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η συμφωνία ωστόσο απέτυχε να επικυρωθεί από τη Γερουσία, γεγονός που διευκόλυνε την παράκαμψή της.

Την 1η Ιουνίου 2017, ο Τραμπ ανακοίνωσε επίσημα την απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού καθώς δεν ήταν πρόθυμος να προσαρμόσει τον οικονομικό και δημοσιονομικό του σχεδιασμό για χάρη της Συμφωνίας. Επικαλούμενος μια μελέτη μιας εταιρείας συμβούλων της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου που χρηματοδοτήθηκε από το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ, ο Τραμπ δήλωσε ότι η συμφωνία θα κόστιζε στις Ηνωμένες Πολιτείες 3 τρισ. δολάρια και 2,7 εκ. θέσεις εργασίας έως το 2025, συμπεριλαμβανομένων 440.000 θέσεων στη μεταποίηση.

Εντέλει, οι ΗΠΑ θα έχαναν 2,7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ λόγω της κατακόρυφης οικονομικής επιβράδυνσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Τα στατιστικά στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν το επιχείρημα ότι η συμμετοχή στη συμφωνία του Παρισιού ήταν καταστροφική για την οικονομία των ΗΠΑ. Από τότε που ο Μπάιντεν επανέφερε τις ΗΠΑ στη Συμφωνία, το αμερικανικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά σχεδόν το ένα τρίτο ή κατά 6,9 τρισ. δολάρια σε σύγκριση με τις αντίστοιχες επιδόσεις της κυβέρνησης Τραμπ το 2019, προ πανδημίας.. Από τότε, η απασχόληση στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί κατά 5%, δηλαδή 7,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, συμπεριλαμβανομένων 130.000 θέσεων εργασίας στη μεταποίηση.

Μέχρι το τέλος της προεδρίας Τραμπ, είχαν χαθεί συνολικά 17.300 θέσεις εργασίας στον τομέα του γαιάνθρακα, μία μείωση της τάξης του 31%. Ο τομέας ανέκαμψε επί Μπάιντεν με περίπου 5.700 θέσεις εργασίας, αλλά η παραγωγή παραμένει περιορισμένη, αντανακλώντας, κατά την άποψη πολλών οικονομολόγων, όχι τόσο την πολιτική όσο την κλαδική υποχώρηση της βιομηχανίας εν μέσω του ανταγωνισμού από το φθηνότερο φυσικό αέριο και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Η εδραίωση του δόγματος Τραμπ

Η αποχώρηση του Τραμπ από τη Συμφωνία του Παρισιού και το σκεπτικό του για την προστασία της εθνικής οικονομίας από τις απαιτήσεις των διεθνών θεσμών, βρήκε ισχυρή απήχηση ανάμεσα στους ομοϊδεάτες του σε όλο τον κόσμο.

Το Πράσινο Ταμείο για το Κλίμα, που δημιουργήθηκε για την παροχή βοήθειας προς αναπτυσσόμενες χώρες, υποβαθμίστηκε άμεσα. Ο Τραμπ αθέτησε την υπόσχεση παροχής 2 δισ. δολαρίων, που είχε υποσχεθεί ο Ομπάμα στο Ταμείο, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για υπερβολικές δαπάνες. Τον επόμενο χρόνο, ο τότε πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Σκοτ Μόρισον, ακολούθησε το παράδειγμά του. Η Ρωσία επίσης δεν έχει συνεισφέρει ουσιαστικά στη διεθνή χρηματοδότηση για το κλίμα από την υιοθέτηση της συμφωνίας του Παρισιού. Άλλα κράτη προσπάθησαν να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό που προέκυψε, χωρίς ιδιαίτερα επιτυχία, καθώς το Πράσινο Ταμείο για το Κλίμα εξακολουθεί να έχει περιορισμένους πόρους.

Ειδικοί υποστηρίζουν ότι η απόσυρση του Τραμπ από τη Συμφωνία του Παρισιού έφερε στο προσκήνιο στους παγκόσμιους συμμετέχοντες ότι η Συμφωνία παρά τις εθνικά καθορισμένες συνεισφορές της και τις εθελοντικές πτυχές της, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, λόγω της αμφισβήτησής της στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Επιπλέον, τα ακροδεξιά ρεύματα στις ΗΠΑ και τον κόσμο κερδίζουν σε δυναμική, κατηγορώντας τα οικολογικά κινήματα πως θέλουν να τους επιβάλλουν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, πολώνοντας το κλίμα στη κοινωνία. Ως εκ τούτου, τονίζεται από ακτιβιστές η ανάγκη να προωθηθεί ένα θετικό αφήγημα για τα οφέλη της πράσινης μετάβασης και στην ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Εξάλλου, ο νόμος του για τη μείωση του πληθωρισμού του Μπάιντεν και τα άνευ προηγουμένου 370 δισ. δολάρια σε ομοσπονδιακές επενδύσεις καθαρής ενέργειας έχουν δώσει ώθηση σε εκατοντάδες έργα, προσδοκώντας μάλιστα στη δημιουργία 108.000 νέων θέσεων εργασίας.

Οι κατά τον Τραμπ «καλύτεροι» περιβαλλοντικοί αριθμοί

Καθώς ο Τραμπ επιδιώκει μια δεύτερη θητεία, οι στένοι του συνεργάτες αποφεύγουν για την ώρα να αμφισβητήσουν τους ειδικούς. Εξαίρουν ότι κατά τη θητεία του οι ΗΠΑ έγιναν καθαρός εξαγωγέας ενέργειας για πρώτη φορά μετά από σχεδόν έξι δεκαετίες το 2019, μειώνοντας ταυτόχρονα τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακά. Με βάση αυτό το γεγονός οι ενεργειακές πολιτικές του τέως και νυν υποψήφιου Προέδρου κρίνονται από την ομάδα του επιτυχημένες.

Πράγματι, οι αμερικανικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μειώθηκαν κατά 11% κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ, με το μεγαλύτερο μέρος αυτής της πτώσης να σημειώνεται το 2020 λόγω της πανδημίας. Άλλοι ρύποι είχαν μειωθεί ήδη προ πανδημίας: Από το 2016 έως το 2019, το διοξείδιο του θείου μειώθηκε κατά 27%, τα οξείδια του αζώτου που σχηματίζουν ομίχλη κατά 13% και τα αιωρούμενα σωματίδια κατά 8%. «Κατά τη διάρκεια της τετραετίας μου, είχα τους καλύτερους περιβαλλοντικούς αριθμούς που είχα ποτέ», ισχυρίστηκε ο Τραμπ κατά τη διάρκεια της τηλεμαχίας της 27ης Ιουνίου.

Ωστόσο, ορισμένα από τα επιτεύγματα που σημειώθηκαν επί των ημερών του αποδείχθηκαν βραχύβια, καθώς η ρύπανση αυξήθηκε πάλι μετά το πέρας της πανδημίας. Επιπλέον, οι αναλυτές, που μελέτησαν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της προεδρίας Τραμπ, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τη διάρκεια της προεδρίας του -περίπου 596 εκ. μετρικοί τόνοι- εξαλείφθηκε από τον αντίκτυπο των κανονιστικών ανατροπών του. Η απόφαση του Τραμπ να ακυρώσει τα μέτρα για το κλίμα της διακυβέρνησης Ομπάμα  θα μπορούσε να είναι υπεύθυνη για την προσθήκη 1,8 δισ. πρόσθετων μετρικών τόνων αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα έως το 2035, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ομίλου Ρόντιομ. Επιπλέον, το Κέντρο Σάμπιν  υπολόγισε 176 απορρυθμιστικές πράξεις από την προεδρία Τραμπ. Ο Μπάιντεν ενδέχεται να είναι σε θέση να μειώσει αυτόν τον αντίκτυπο, αλλά οι προσπάθειές του θα χρειαστούν χρόνο μέχρι να αποδώσουν.

Ο Τραμπ, κατά τη διάρκεια του προεδρικού ντιμπέιτ του Ιουνίου, φρόντισε να τονίσει ότι στοχεύει στη διασφάλιση καθαρού νερού και αέρα. Ωστόσο η κυβέρνησή του αποδυνάμωσε τους κανονισμούς για την προστασία του αέρα και των υδάτων. Η κυβέρνησή του απέρριψε  επίσης τη σύσταση κυβερνητικών επιστημόνων να αυστηροποιηθούν οι ομοσπονδιακές ρυθμίσεις για τον έλεγχο της ρύπανσης από μικροσωματίδια, παρά τους υπολογισμούς τους ότι αυτό θα μπορούσαν να σωθούν ως και 34.600 ζωές ετησίως, ιδίως σε φτωχές αστικές κοινότητες.  Επιπλέον, η Περιβαλλοντική Υπηρεσία των ΗΠΑ (EPA)αναίρεσε πολλές ρυθμίσεις της προεδρίας Ομπάμα που αφορούσαν περιορισμούς στη καύση γαιάνθρακα και. Ο Τραμπ έχει επίσης επικριθεί για την μαζική απώλεια προστατευόμενων περιοχών, καθώς επέτρεψε σε νέες περιοχές γεωτρήσεις και βόσκηση. Στο Εθνικό Καταφύγιο Άγριας Ζωής της Αρκτικής, το οποίο οι οικολόγοι είχαν καταφέρει να κρατήσουν εκτός ορίων για τις γεωτρήσεις πετρελαίου για 30 χρόνια, επιτράπηκαν έρευνες, ως μέρος του νομοσχεδίου του Τραμπ για τη μείωση των φόρων - καθιστώντας την απόφαση αυτή δύσκολα αναστρέψιμη.

Την παραμονή των εκλογών του 2020 ωστόσο, ο Τραμπ προχώρησε σε μια σειρά από θετικές κινήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος που είχαν διάρκεια. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, εμφανίστηκε στο Τζούπιτερ της Φλόριντα για να υποστηρίξει ένα 10ετές μορατόριουμ, παύοντας τις γεωτρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου στα ανοικτά των ακτών της πολιτείας, παρά το γεγονός ότι αρχικά η ίδια η κυβέρνησή του είχε προτείνει να αρθεί. Είχε προηγηθεί η υπογραφή του Great American Outdoors Act, ενός νόμου που απελευθέρωσε περίπου 2,8 δισ. δολάρια ετησίως για συντήρηση και αποκατάσταση δημόσιων εκτάσεων και για νέους χώρους πρασίνου.

Ο καθοριστικός ρόλος του Ανώτατου Δικαστηρίου

Οι προσπάθειες της κυβέρνησης Μπάιντεν να αναιρέσει την ενεργειακή πολιτική του Τραμπ αντιμετώπισαν δυσκολίες, που ο ίδιος ο Τραμπ δημιούργησε, έχοντας διορίσει τρεις δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, παγιώνοντας μια πλειοψηφία 6-3 που αντιμετωπίζει με μεγάλο σκεπτικισμό τους περιορισμούς των ομοσπονδιακών υπηρεσιών στις επιχειρήσεις. Ο σκεπτικισμός του Ανώτατου Δικαστηρίου φέρνει ως αποτέλεσμα ότι τα αέρια του θερμοκηπίου από τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής των ΗΠΑ εξακολουθούν να μην ρυθμίζονται.

Μεγάλο ήταν το σοκ στις 28 Ιουνίου, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε ένα νομικό προηγούμενο 40 ετών που στήριζε την ομοσπονδιακή ρυθμιστική δράση σε ενεργειακά, κλιματικά και περιβαλλοντικά ζητήματα. Με αυτή την απόφαση το δικαστήριο έδωσε νομικό πάτημα σε όσους αμφισβητούν πτυχές της ατζέντας του Μπάιντεν για την κλιματική αλλαγή. Από πολλούς εκφράζεται η ανησυχία ότι ακόμη και σε περίπτωση επανεκλογής του Μπάιντεν το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπλοκάρει σημαντικό μέρος του περιβαλλοντικής πολιτικής των Δημοκρατικών. Σε περίπτωση εκλογής του Τραμπ αντιθέτως, το νομικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο θα διευκολύνει την κατάργηση των υφιστάμενων περιορισμών.

Ένα δημοψήφισμα για το κλίμα

Οι περιβαλλοντολόγοι παραμένουν ανήσυχοι. Υποστηρίζουν ότι η κλιματική κρίση μόνο να επιδεινωθεί μπορεί σε μια δεύτερη θητεία του Τραμπ, δεδομένου του ιστορικού του και της απροκάλυπτης προσφοράς του σε στελέχη πετρελαϊκών εταιρειών την περασμένη άνοιξη να καταργήσει τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς, με αντάλλαγμα 1 δισ. δολάρια για την προεκλογική του εκστρατεία.

Οι εκλογές του 2024 θα αποτελέσουν ένα δημοψήφισμα και οι Δημοκρατικοί καλούνται να υπερασπιστούν τις πολιτικές τους για το κλίμα και να πείσουν πως είναι θετικές για τους εργαζόμενους και την αμερικανική οικονομία, απέναντι στις κατηγορίες του Τραμπ ότι οι πολιτικές αυτές γονατίζουν την οικονομία των ΗΠΑ, συμπεραίνει το Inside Climate News. Ως εκ τούτου είναι φυσικό η πιθανή επικράτηση του Τραμπ να προκαλεί αμηχανία στους εκπροσώπους του πράσινου κινήματος.

ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ