Να μην δημιουργηθεί και για τους σταθμούς αποθήκευσης ενέργειας (όπως στις ΑΠΕ), ένα νέο φαινόμενο «προνομιούχων» που θα τύχουν προτεραιότητας για την εξέταση από τον ΑΔΜΗΕ αιτημάτων για όρους σύνδεσης, επιδιώκει το ΥΠΕΝ, υπό το φως του πολύ μεγάλου όγκου αδειών παραγωγής για σταθμούς αποθήκευσης που έχει εκδώσει ήδη η ΡΑΕ.
Πρόθεση του ΥΠΕΝ είναι να ενταχθούν οι ήδη εκδοθείσες άδειες παραγωγής στο νέο πλαίσιο αδειοδότησης για την αποθήκευση ενέργειας που θα νομοθετηθεί σύντομα και να εξεταστεί, τότε, το σύνολο των επενδυτικών σχεδίων, παλαιών και νέων, από μηδενική βάση, σε ότι τουλάχιστον αφορά τη σειρά με την οποία θα καταθέσουν αιτήσεις για προσφορά όρων σύνδεσης στον ΑΔΜΗΕ.
Αυτό άλλωστε, όπως έχει αποδειχθεί και με τους σταθμούς ΑΠΕ, είναι το κρίσιμο ζήτημα που καθορίζει την τύχη των επενδύσεων. Και σε αυτό, το ΥΠΕΝ εμφανίζεται αποφασισμένο: Δεν θέλει να «προλάβουν» να καταθέσουν αιτήσεις για όρους σύνδεσης (και έτσι να αποκτήσουν προβάδισμα) όσοι έλαβαν από τη ΡΑΕ άδεια παραγωγής, πολλώ μάλλον όταν για να εκδώσει η Αρχή μια άδεια παραγωγής αρκεί η κατάθεση από τον επενδυτή μιας απλής αίτησης.
Σύμφωνα μάλιστα με πηγές του ΥΠΕΝ, η πολιτική ηγεσία δεν ήταν υπέρ της πρακτικής που ακολούθησε η ΡΑΕ, να αδειοδοτεί δηλαδή σταθμούς αποθήκευσης παρότι δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο. Υπενθυμίζεται ότι οι άδειες παραγωγής από τη ΡΑΕ, ελλείψει πλαισίου για την αποθήκευση, έχουν δοθεί κυρίως στη βάση του πλαισίου για τις θερμικές μονάδες, θεωρούμενες δηλαδή ως εικονικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα ο πρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Αθανάσιος Δαγούμας, από το 2019 η ΡΑΕ έχει δεχθεί συνολικά 98 αιτήσεις για μπαταρίες, αντλησιοταμίευση και υβριδικά, συνολικής ισχύος 8.213 MW.
Μέχρι τέλος Απριλίου, η ΡΑΕ είχε δώσει άδειες παραγωγής για το μεγαλύτερο μέρος των αιτημάτων αυτών και εκκρεμούσαν προς εξέταση άλλα 34, συνολικής ισχύος 4.519 MW.
Γιατί υπάρχει τεράστιο επενδυτικό ενδιαφέρον
Η προοπτική αποσαφήνισης του πλαισίου που θα δώσει δυνατότητα άντλησης εσόδων από τις αγορές ηλεκτρισμού, αλλά και το γεγονός ότι υπάρχουν διαθέσιμες ενισχύσεις για την αποθήκευση ενέργειας, έχουν οδηγήσει πολλούς επενδυτές στο να υποβάλλουν σχετικές αιτήσεις για χορήγηση από τη ΡΑΕ άδειας παραγωγής τέτοιου τύπου σταθμών.
Ποιες είναι οι διαθέσιμες ενισχύσεις;
- Πρώτο και σημαντικότερο, έχουν ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης κονδύλια 450 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία συστημάτων αποθήκευσης, τόσο συστοιχιών συσσωρευτών, όσο και μονάδων αντλησιοταμίευσης. Για τα αντλησιοταμιευτικά τα ώριμα έργα είναι πολύ συγκεκριμένα, αλλά για τα συστήματα συσσωρευτών αναμένεται διαγωνισμός.
- Δεύτερο, υπάρχει η προοπτική ενίσχυσης μέσα από τον επερχόμενο μόνιμο μηχανισμό ισχύος (CRM).
- Τρίτο, εκτιμάται ότι στο πλαίσιο του νέου σχήματος ενίσχυσης των ΑΠΕ που βρίσκεται προς συζήτηση με τις Βρυξέλλες, θα υπάρχει πρόβλεψη για διαγωνιστική διαδικασία μέσω της οποίας θα «κλειδώσουν» τιμή, σταθμοί ΑΠΕ με ενσωματωμένους σταθμούς αποθήκευσης.
- Τέταρτο, ειδικά για τα νησιά, αναμένεται το νέο πλαίσιο ενίσχυσης των υβριδικών σταθμών.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η πολύ απλή διαδικασία υποβολής αίτησης για άδεια παραγωγής στη ΡΑΕ («καταθέτουν απλά φωτοτυπίες» όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά) έχει δημιουργήσει ήδη έναν νέο καταιγισμό αιτήσεων, οι οποίες μάλιστα έχουν λάβει κιόλας, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, άδειες από το Ρυθμιστή.
Έτσι, όπως αναφέρουν στο energypress έγκυρα στελέχη που γνωρίζουν το χώρο, μαζί με πολύ σοβαρούς ξένους και εγχώριους ομίλους που έχουν από πολύ νωρίς επεξεργαστεί σχετικά projects, έχουν βρεθεί με άδειες παραγωγής και πολλοί που «είδαν φως και θέλουν να μπούν».
«Ξέρουμε τι ανάγκες έχουμε σε αποθήκευση και έχουμε την τύχη να υπάρχουν διαθέσιμα κονδύλια. Συνεπώς έχουμε την ευκαιρία να εγκαταστήσουμε το αποθηκευτικό δυναμικό που χρειάζεται η χώρα, στην κατανομή που το χρειάζεται, μέχρι το 2030» αναφέρει καθηγητής του ΕΜΠ με εμπλοκή στο θέμα και συνεχίζει: «Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές ενίσχυσης είναι σημαντικό να στοχεύουν το πραγματικά αναγκαίο και δικαιολογημένο μέγεθος υποδομών, ώστε να μεγιστοποιείται το όφελος για τον καταναλωτή, αλλά και να αποφεύγεται η υπερπροσφορά υπηρεσιών με συμπίεση των εσόδων των έργων από την αγορά και συνακόλουθη μεγέθυνση των αναγκών ενίσχυσής τους».