Όπως αναφέρει σε άρθρο του το Bloomberg, η Credit Suisse εκτιμά ότι η εν λόγω αγορά μπορεί να φτάσει τα 2 τρισ. δολάρια με εφαρμογή στη βαριά βιομηχανία και τους ρύπους της.
Η ώθηση έρχεται πλέον μέσω της ακριβής τιμής των εκπομπών CO2 που προβλέπεται να φτάσει τα 100 ευρώ ανά τόνο στα μέσα αυτής της δεκαετίας, καθιστώντας το CCS ενδεχομένως πιο ανταγωνιστικό από ότι προηγουμένως.
Σήμερα η τεχνολογία χρησιμοποιείται στη Β. Αμερική και την Αυστραλία σε μικρή κλίμακα, ενώ μεγάλα έργα αναπτύσσονται στη Βρετανία, την Ολλανδία και τη Νορβηγία.
"Το αυξανόμενο χαρτοφυλάκιο έργων διεθνώς είναι σημαντικό για να ωριμάσουν αυτές οι τεχνολογίες, να μειωθεί το κόστος τους και να στηριχθεί η ανάπτυξή τους", τόνισε σχετικά η Σαμάνθα Μακούλοχ του ΙΕΑ.
Το CCS υπάρχει εδώ και δεκαετίες, όμως είναι ακριβό με το κόστος να υπολογίζεται στα 120 δολάρια ανά τόνο για την περίπτωση της ηλεκτροπαραγωγής και της παραγωγής σκυροδέματος, σύμφωνα με τον οργανισμό.
Κατά τη διαδικασία, αντλείται το CO2, συμπιέζεται, μεταφέρεται και αποθηκεύεται σε εξαντλημένα κοιτάσματα πετρελαίου. Ο αριθμός των έργων ανά την υφήλιο έχει εξαπλασιαστεί από το 2019 στα 300, σύμφωνα με τη Wood Mackenzie.
Στα επίπεδα κόστους εκπομπών 100 δολαρίων τα πράγματα αλλάζουν καθώς το CCS μπορεί να επεκταθεί σε νέους τομείς όπως το φυσικό αέριο. Μάλιστα, η χρήση του ενδεχομένως να επιτρέψει σε πολλούς εξ αυτών να συνεχίσουν να λειτουργούν ακόμα και εν μέσω πιο σφιχτώς κλιματικών κανόνων.