Η κλιματική αλλαγή είναι ήδη εδώ, με δυσμενείς αλλαγές στις καιρικές συνθήκες, και απαιτεί τον γρήγορο περιορισμό και τελικά τη μείωση των μέσων θερμοκρασιών στον πλανήτη. Η μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές CO2 είναι ακόμη σε πολύ μεγάλο βαθμό αχαρτογράφητη, με τεράστιες ανάγκες για επενδύσεις, οι οποίες όμως θα δώσουν μεγάλη αναπτυξιακή ώθηση.
Για να διατηρήσει ταχύ ρυθμό η μετάβαση υπάρχουν τέσσερις κρίσιμοι χώροι στους οποίους θα τοποθετηθούν κεφάλαια. Πρώτον, στην κολοσσιαία επέκταση των υποδομών για την αντιμετώπιση της εκθετικής αύξησης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας – πρόσφατα το Bloomberg εκτίμησε τις αναγκαίες επενδύσεις σε 21,4 τρισ. δολάρια. Δεύτερον, στην αναλογική με τον εξηλεκτρισμό της τελικής ζήτησης διεύρυνση της προσφοράς ανανεώσιμης ενέργειας και καυσίμων μετάβασης. Τρίτον, στις νέες τεχνολογίες ανανεώσιμης ενέργειας, μεταφοράς και αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, στα εναλλακτικά καύσιμα και στη δέσμευση CO2. Και τέλος, στην εξασφάλιση πρώτων υλών, σπάνιων γαιών και εξαρτημάτων που απαιτούνται για ανάπτυξη και λειτουργία της νέας γενιάς ενεργειακών συστημάτων.
Η εγκατάλειψη των παραδοσιακών πηγών ενέργειας για καινούργιες οδηγεί σε σημαντικούς και όχι εύκολα αναγνωρίσιμους και υπολογίσιμους κινδύνους. Το έδειξε και η πρόσφατη εμπειρία στην Ελλάδα, με την πρόωρη απολιγνιτοποίηση, τις υπερβάλλουσες σε σχέση με τις δυνατότητες μεταφοράς επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές και τα αδύναμα και μη επαρκώς διασυνδεμένα δίκτυα. Για να αξιοποιηθούν τα πολλά κεφάλαια που χρειάζονται με σύνεση και αποτελεσματικότητα και να καταστεί η μετάβαση βατή, όλοι οι κίνδυνοι πρέπει να εντοπιστούν έγκαιρα, να ορισθούν επιχειρησιακά και να ελεγχθούν σωστά.
Οι επιλογές μεταξύ νέων τεχνολογιών σε κάθε τομέα εφαρμογής αποτελούν, στα αρχικά στάδια, σημαντικό ρίσκο. Οι πληροφορίες σχετικά με τα λειτουργικά χαρακτηριστικά και τους παράγοντες που τα επηρεάζουν είναι περιορισμένες, γεγονός που δυσχεραίνει συγκρίσεις και αλλοιώνει αποφάσεις. Η έλλειψη και το υψηλό κόστος πρώτων υλών, σπάνιων γαιών και εξαρτημάτων, όπου κυριαρχεί η γεωπολιτική, θα μπορούσαν να αποδειχθούν κρίσιμο εμπόδιο στην ανάπτυξη και εφαρμογή των τεχνολογιών μετάβασης αλλά και στη μεγέθυνση της δυναμικότητας παραγωγής. Η τοποθέτηση νέων εγκαταστάσεων, η προσβασιμότητά τους και άλλοι περιορισμοί επηρεάζουν το κόστος παραγωγής και σύνδεσης και, ως εκ τούτου, την αξία κάθε επιλογής. Λόγου χάριν σε πυκνοκατοικημένες και, άρα, υψηλής ζήτησης περιοχές μπορεί να εξαντληθεί ο διαθέσιμος για ανανεώσιμα συστήματα χώρος ή να περιορίζεται από κανονισμούς χωροθεσίας. Η επέκταση των συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας δημιουργεί άλλα ρίσκα. Ο γρήγορος ρυθμός αύξησης της ζήτησης και η αναδυόμενη γεωγραφική κατανομή των νέων πηγών ενέργειας απαιτούν ισχυρή ενδοπεριφερειακή και διαπεριφερειακή συνδεσιμότητα, αλλιώς ενδέχεται τα δίκτυα να παρουσιάζουν αστάθεια, να περιορίζεται η παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας και να εμφανιστεί μη ικανοποιούμενη ζήτηση. Τέλος, η ίδια η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τις μετεωρολογικές μεταβλητές που καθορίζουν την ανανεώσιμη παραγωγή, με συστηματικές μεταβολές του ανέμου και της ηλιοφάνειας σε διαφορετικές γεωγραφικές θέσεις και με αύξηση των θερμοκρασιών που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ευστάθεια των δικτύων.
Κρίσιμη είναι η εξασφάλιση πρώτων υλών, σπάνιων γαιών και εξαρτημάτων που απαιτούνται για τη νέα γενιά ενεργειακών συστημάτων.
Το σημερινό κανονιστικό καθεστώς καλύπτει μόνο μερικώς τη μετάβαση, και μάλιστα με παρωχημένους όρους. Για παράδειγμα, δεν θεωρεί αναγκαία την εκ των προτέρων ανταμοιβή των επενδύσεων για την αναγκαία αναδιάταξη, ενίσχυση και διασύνδεση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον επιτρέπει την ελεύθερη χονδρική τιμολόγηση, ενώ δεν ικανοποιούνται βασικοί όροι ανταγωνισμού, μια και δεν υπάρχει συνεχώς περίσσευμα ισχύος, οδηγώντας σε παράλογες αυξήσεις τιμών που πάλι βιώνουμε στην Ελλάδα. Αναπόφευκτα, οι αστοχίες των ενεργειακών αγορών αυξάνουν το κόστος και απειλούν τις επενδύσεις. Το ρυθμιστικό πλαίσιο θα πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να αναγνωρίζει γρήγορα τις αστοχίες, να προωθεί τη συμμετοχή των καταναλωτών στη διαδικασία μετάβασης και να μην τιμωρεί, αλλά ούτε να υπεραμείβει το κεφάλαιο που επενδύεται στον μετασχηματισμό της προσφοράς. Τέλος, όσον αφορά τη χωροθέτηση, η προεπιλογή τοποθεσιών για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αποθήκευση, μεταβατικά καύσιμα και δέσμευση CO2 θα επιταχύνει τον ρυθμό.
Για τη χρηματοδότηση της μετάβασης θα κινητοποιηθούν τεράστια κεφάλαια που θα συμβάλουν ουσιωδώς στην οικονομική ανάπτυξη. Το βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ερώτημα είναι πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε καλύτερα την αποτελεσματική χρήση τους, με δεδομένο τον μεγάλο αριθμό αβεβαιοτήτων τόσο στην πλευρά της ζήτησης όσο και της προσφοράς και τις υπάρχουσες ρυθμιστικές ατέλειες. Η ανάγκη άμεσης κατανόησης και διαχείρισης των κινδύνων που ελλοχεύουν είναι υψίστης σημασίας, γιατί διαμορφώνουν το κόστος και τη διαθεσιμότητα πόρων για τη μετάβαση. Αφήνοντας κατά μέρος τις λεπτομέρειες, για να διατηρηθεί η ροή κεφαλαίων στον ρυθμό που να καθιστά τη μετάβαση αποτελεσματική πρέπει να τη σχεδιάσουμε καλύτερα και να αντιμετωπίσουμε έξυπνα τις δυσκολίες της. Μόνον έτσι θα πάρουμε το διπλό όφελος της κλιματικής ανάσχεσης και της οικονομικής ανάπτυξης. Γιατί όπως πολύ εύστοχα το έθεσε ο καθηγητής Γιάννης Μανιάτης στο πρόσφατο βιβλίο του, «…δεν υπάρχει πλανήτης Β».
Πηγή: Καθημερινή