Για τις μακροπρόθεσες αρνητικές επιπτώσεις στο αξιόχρεο των χωρών του ευρωπαϊκου Νότου, μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας, εξαιτίας των ακραίων κλιματικών φαινομένων, προειδοποιεί η Moody’s.
.
Όπως επισημαίνει, παρόλο που το οικονομικό και δημοσιονομικό κόστος από τους καύσωνες και τις φωτιές που πλήττουν τις χώρες αυτές να είναι προς ώρας διαχειρίσιμο , όμως τα ακραία κλιματικά φαινόμενα θα αυξηθούν σε συχνότητα, ένταση και διάρκεια τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να έχουν μακροπρόθεσμες, αρνητικές επιπτώσεις στο αξιόχρεό τους.
Δεδομένες θεωρούνται επίσης οι επιπτώσεις στις τιμές των τροφίμων και στον τουρισμό από τον καύσωνα που πλήττει τώρα την Νότια Ευρώπη, έστω και σε μικρή κλίματα στις χώρες στις οποίες ο αγροτικός τομέας είναι μικρό κομμάτι των οικονομιών τους. Η Ελλάδα, όμως, έχει τον μεγαλύτερο αγροτικό τομέα σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας, καθώς ισοδυναμεί στο 4,5% του ΑΕΠ και στο 10,9% της απασχόλησης.
Ακόμη, συνολικά οι χώρες αυτές είναι σημαντικοί προμηθευτές ελιών, σταφυλιών, σιτηρών και φρούτων, επομένως η μείωση της παραγωγής αναμένεται να επηρεάσει τις τιμές των τροφίμων.
Επιπλέον, οι καύσωνες ενδεχομένως να μειώσουν την ελκυστικότητα της Νότιας Ευρώπης ως τουριστικού προορισμού μακροπρόθεσμα ή να μειώσουν τη ζήτηση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, εκτιμά η Moody’s, κάτι που αναμένεται να έχει αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, με δεδομένη τη σημασία του κλάδου.
Από τη σκοπιά των δημοσιονομικών, οι κυβερνήσεις θα χρειαστεί να ανακοινώσουν μέτρα στήριξης για τις περιοχές που πλήττονται. Επιπλέον, η ζέστη ανεβάζει τον κίνδυνο πυρκαγιών, οι οποίες αυξάνουν το κόστος για τις κυβερνήσεις, με την ΕΕ να υπολογίζει ότι οι ζημιές από τις πυρκαγιές του 2022 κόστισαν τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ. Για να ενισχύσει την ετοιμότητά της, η Ευρώπη διπλασίασε τον πυροσβεστικό στόλο που χρηματοδοτεί φέτος.
Χρηματοδότηση της ανθεκτικότητας
Η Moody’s κρούει τον κώδωνα ότι τα μέτρα για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των χωρών στα ακραία καιρικά φαινόμενα θα απαιτήσουν σημαντικές, αλλά διαχειρίσιμες δημόσιες δαπάνες. Σύμφωνα με την Κομισιόν, για να περιοριστεί η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου πάνω από τα προ-βιομηχανικά επίπεδα, θα απαιτηθούν επενδύσεις 40 δισ. ευρώ τον χρόνο (0,3% του ΑΕΠ της Ε.Ε.).
Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων αυτών θα διατεθεί για την κατασκευή νέων υποδομών, όπως μονάδες αφαλάτωσης θαλασσινού νερού και συστήματα επαναχρησιμοποίησης λυμάτων, και το υπόλοιπο για τη στήριξη της γεωργίας.
Εάν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα, η Κομισιόν πιστεύει ότι το κόστος από τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα έχει σοβαρές δημοσιονομικές επιπτώσεις. Εάν η παγκόσμια θερμοκρασία αυξηθεί περίπου 1,5 βαθμό, τότε οι Βρυξέλλες υπολογίζουν ότι ο δείκτης του χρέους ως προς το ΑΕΠ θα είναι κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος στην Ισπανία έως το 2032, 2,6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος στην Ελλάδα και 2,2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος στην Ιταλία. Εάν η θερμοκρασία αυξηθεί κατά 2 βαθμούς, τότε οι δείκτες του χρέους αυξάνονται κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες επιπλέον, κατά μέσο όρο.
Πηγή: ΟΤ.gr