Η Ελλάδα είναι προικισμένη με πλουσιότερο αιολικό δυναμικό σε σύγκριση με τις γειτονικές της χώρες (Ιταλία και Βαλκάνια) και την υπόλοιπη Μεσόγειο. Ειδικά το αιολικό της δυναμικό στα νησιά και τη θάλασσα του Αιγαίου, είναι από τα υψηλότερα της Ευρώπης (εικόνα 1). Από την άλλη, η Ιταλία και οι Βαλκανικές χώρες διαθέτουν, όπως και η Ελλάδα, ικανοποιητικό ηλιακό δυναμικό, ενώ ειδικά οι Ιβηρικές χώρες, η νότια Ιταλία και η νότια Τουρκία χαρακτηρίζονται από υψηλότερη ηλιακή ακτινοβολία από ό,τι η χώρα μας (εικόνα 2). Μια απλή ματιά στους χάρτες αιολικού και ηλιακού δυναμικού είναι αποκαλυπτική.
Το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα της Ελλάδας, δηλαδή το υψηλό αιολικό της δυναμικό, έχει μεγάλη σημασία. Οι γειτονικές χώρες, με τις οποίες η Ελλάδα είναι διασυνδεδεμένη με ηλεκτρικά δίκτυα, θα βασίσουν την επίτευξη των ενεργειακών τους στόχων κυρίως στα φωτοβολταϊκά, διότι αυτό τον πόρο διαθέτουν από τη φύση σε μεγαλύτερο βαθμό. Έτσι κατά τις μεσημεριανές ώρες, όταν η ηλιοφάνεια στην περιοχή είναι υψηλή, όλες αυτές οι χώρες θα έχουν υψηλή παραγωγή ηλιακής ενέργειας χωρίς την ανάγκη εισαγωγών. Αντιθέτως, θα αναζητούν να εξάγουν την επιπλέον ενέργεια. Αν τις ίδιες ώρες η Ελλάδα παράγει και αυτή πολλή ενέργεια από τον ήλιο, εξαιτίας της υπερβολικής ανάπτυξης φωτοβολταϊκών, θα είναι αδύνατο να την εξάγει με αποτέλεσμα είτε να την περικόπτει -δηλαδή να την πετάει- είτε να πρέπει να εγκαταστήσει ακόμα περισσότερες μπαταρίες, οι οποίες είναι ακόμα ακριβές. Το πρόβλημα δεν λύνεται με απλή αύξηση των διασυνδέσεων με τις όμορες χώρες, διότι αυτό (το πρόβλημα) εντοπίζεται στον ταυτοχρονισμό της ηλιακής παραγωγής και όχι απλά στην αδυναμία ανταλλαγής ενέργειας λόγω μειωμένων διασυνδέσεων.
Το πλεονέκτημα της αιολικής ενέργειας είναι ότι η παραγωγή της κατανέμεται πιο ομοιόμορφα μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, συγκριτικά με τα φωτοβολταϊκά. Συνεπώς, αν η Ελλάδα αναπτύξει πολλά αιολικά πάρκα, εκμεταλλευόμενη το πλούσιο αιολικό της δυναμικό, τότε θα είναι σε θέση να παράγει πολλή ενέργεια καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου, δηλαδή και τις ώρες εκτός του μεσημεριού κατά τις οποίες τα φωτοβολταϊκά των γειτονικών χωρών θα υποπαράγουν ή δεν θα παράγουν καθόλου. Τις ώρες αυτές, η ενέργεια θα είναι πολύτιμη για αυτές και η Ελλάδα θα μπορεί να εξάγει την παραπάνω αιολική ενέργεια αποκομίζοντας σημαντικά οικονομικά οφέλη. Στην περίπτωση μεγάλης ανάπτυξης αιολικών πάρκων αποκτά νόημα η μεγαλύτερη δυνατή αύξηση των διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων της χώρας μας, ώστε να αυξάνονται οι εξαγωγές μας.
Η πεμπτουσία των Α.Π.Ε είναι η συμπληρωματικότητά τους. Κάθε χώρα, θα πρέπει να αναπτύσσει το ηλεκτρικό της σύστημα λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα γεωμορφολογικά της χαρακτηριστικά. Για τη χώρα μας, το βέλτιστο ενεργειακό μείγμα προϋποθέτει την ισόρροπη ανάπτυξη των δύο ωριμότερων τεχνολογιών με το μεγαλύτερο δυναμικό στην Ελλάδα (αιολικά και φωτοβολταϊκά). Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες που παρουσιάσθηκαν σε ημερίδα της ΕΛΕΤΑΕΝ[1], προκύπτει ότι για μέγιστο όφελος, το μερίδιο της αιολικής ισχύος πρέπει να είναι τουλάχιστον 50%-60% το 2030. Εάν ληφθεί υπόψη και το ανωτέρω πλεονέκτημα των αιολικών και επαναληφθούν οι μελέτες λαμβάνοντας υπόψη και τις γειτονικές χώρες, τότε το αναγκαίο μερίδιο των αιολικών θα είναι μάλλον μεγαλύτερο.
Η ανάγκη αυτή πρέπει να ενσωματωθεί στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ που αναμένεται, ώστε το όφελος για τους καταναλωτές και την οικονομία να είναι το μέγιστο δυνατό. Σημαντικός πυλώνας για την υλοποίηση αυτού του στόχου θα αποτελέσει η ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας στο Αιγαίο, χερσαίας και θαλάσσιας, που μπορεί να τροφοδοτήσει την χώρα με υψηλά ποσοστά αιολικής ισχύος. Επιπλέον, η περεταίρω ανάπτυξη των εγχώριων και διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων, είναι απαραίτητη για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αξιοποίηση της παραγόμενης ενέργειας. Με τον τρόπο αυτό, θα επιτευχθεί η βέλτιστη αξιοποίηση και ενσωμάτωση των Α.Π.Ε. στο ηλεκτρικό σύστημα.