Στο πάνελ για τον «Βιώσιμο τουρισμό» και την έννοια του «υπερτουρισμού» συμμετείχαν η Ιωάννα Δρέττα, πρόεδρος της Marketing Greece, ο ειδικός σε ζητήματα βιωσιμότητας Martin Hohn, ο CEO της Lampsa Hellenic Hotels SA Αναστάσιος Χωμενίδης, και η Travel Writer & Editor Rachel Howard, υπό τον συντονισμό της δημοσιογράφου Ηλιάνας Μάγρα, οι οποίοι αποπειράθηκαν μια εναλλακτική προσέγγιση του θέματος.
.
Η κ. Δρέττα τόνισε ότι πολύς κόσμος που συνδέεται με τον τουρισμό και συζητάει γι’ αυτόν καταλήγει σε συμπεράσματα πλήρως αντίθετα με τα πορίσματα μελετών. «Η λέξη υπερτουρισμός έχει γίνει μια καραμέλα», ανέφερε, επισημαίνοντας ότι, ενώ δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε την έννοια, έχουμε πάθει «λεξιλαγνεία». Συμφώνησε πάντως ότι η εμπειρία των επισκεπτών γίνεται χειρότερη εξαιτίας του υπερτουρισμού, ενώ στην Ελλάδα έχουμε σημεία, όπως στη Σαντορίνη, που έχουν θέμα υπερτουρισμού. Όσο για την Αθήνα, εκτίμησε ότι παρουσιάζει υπερτουρισμό μόνο σε περίμετρο 400 μέτρων γύρω από την Ακρόπολη. «Το ζητούμενο είναι να μπορούμε να διαχέουμε τους επισκέπτες γύρω από την Αθήνα για να αποφορτίζεται το κέντρο», εξήγησε.
Αναφορικά με την βιωσιμότητα, σχολίασε ότι μπορούμε και επιβάλλεται να γίνουν προσπάθειες στον τουρισμό, για τη διατήρηση και του ίδιου του προϊόντος. Είναι δύσκολο, ωστόσο, γιατί είναι πολλοί οι εμπλεκόμενοι, κάτι που δυσχεραίνει τη συνεργασία. Ανέφερε επίσης ότι η τοπική κοινωνία πρέπει να έχει σοβαρό λόγο για το πώς εξελίσσονται τα πράγματα, επισημαίνοντας ότι συχνά παρατηρούμε ότι, σε συγκεκριμένους προορισμούς, δεν συμπίπτει η άποψη των μόνιμων κατοίκων με αυτών που έχουν εκεί την εξοχική τους κατοικία. «Ο τουρισμός που προσφέρει η χώρα μας είναι προέκταση της ζωής των κατοίκων», τόνισε.
«Χρειαζόμαστε έμπνευση. Συζητήσεις και δράσεις που να ζυμώνονται με τις τοπικές κοινωνίες, η οποία θα καθοδηγεί την ανάπτυξη», είπε, ενώ εξήγησε ότι υπάρχουν δύο τρόποι να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα: ο ένας είναι να μειώσουμε την οικονομική δραστηριότητα και ο άλλος να αυξήσουμε τους άλλους τομείς με τους οποίους μπορεί να συνδεθεί ο τουρισμός, όπως ο αγροδιατροφικός τομέας. Τόνισε μάλιστα πως «ο τουρισμός στήριξε την ελληνική οικονομία σε μαύρες ώρες».
Ο κ. Hohn επισήμανε πως μέχρι σήμερα η βιωσιμότητα και η ανάπτυξη δεν ήταν έννοιες συμβατές, και ότι ποτέ πριν στο παρελθόν δεν είχαμε τέτοια ανάπτυξη στον τουρισμό. Πλέον έχουμε θεσμούς, όπως ο ΠΟΤ, που μας λένε ότι πρέπει να υπάρξει μια ρύθμιση, καθώς προβλέπεται ότι ο τουρισμός θα διπλασιαστεί τα επόμενα χρόνια. Θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε όλη την οικονομία μιας χώρας, σκεπτόμενοι όμως συνολικά, μαζί με την κοινωνία.
Εξήγησε ότι θα πρέπει σε κάθε δράση να ενσωματώνεται και το μέτρο της βιωσιμότητας, όπως π.χ. στην Κόστα Ρίκα. Είναι σημαντικό να μπαίνουν προτεραιότητες στην αρχή, όπως το στοιχείο της φύσης και η ευεξία των ανθρώπων, λαμβάνοντας υπόψη το σύστημα αξιών που έχει η κάθε κοινωνία. Κατέληξε πως θα πρέπει να επαναπλαισιώσουμε τον τρόπο σκέψης μας και να εστιάζουμε στην κοινωνική καινοτομία, και όχι μόνο στην τεχνολογική.
Ο κ. Χωμενίδης, αντίθετα υποστήριξε ότι οι έννοιες της βιωσιμότητας και της ανάπτυξης είναι συμβατές, ενώ εξέφρασε τις αντιρρήσεις του και απέναντι στην έννοια του υπερτουρισμού, όπως αυτή ορίζεται. Κατά τον ίδιο, υπερτουρισμός σημαίνει οι επισκέπτες να δημιουργούν μεγαλύτερη ζημιά από τα οφέλη που προσφέρουν σε έναν προορισμό. Εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο τουρισμός είναι μέρος της «βιομηχανίας του ελευθέρου χρόνου», άρα χρειάζεται να αναπτυχθεί γιατί προσφέρει ποιότητα στη ζωή του ανθρώπου.
Αναφερόμενος στις αφίξεις στην πρωτεύουσα, το όφελος αυτών θα είναι τα έσοδα να τα καρπώνεται η τοπική κοινωνία και οι κάτοικοι, ώστε να κρατήσουμε τους κατοίκους στο κέντρο της Αθήνας, ενώ πρότεινε τη ρύθμιση στη χρήση του Airbnb στο κέντρο της Αθήνας. Σημείωσε πως είναι υποχρέωση του τουρισμού η αναβάθμιση στην ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρει, καθώς και η επέκταση σε νέες δραστηριότητες μέσω επενδύσεων με πολλαπλασιαστή και όχι απλώς επενδύσεις που εστιάζουν μόνο στην κατανάλωση. «Αν δεν εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα, απλώς θα πεθάνουμε», δήλωσε, επισημαίνοντας ότι έχουμε πολλά παραδείγματα προορισμών που κατέληξαν έρημα μέρη. «Ζούμε εις βάρος των επόμενων γενιών», κατέληξε, ενώ «το σημαντικότερο πράγμα είναι να καταλαβαίνουμε τα όρια της εξάντλησης των πόρων της χώρας».
Τέλος η κ. Howard πιστεύει πως η Ελλάδα «βρίσκεται στο όριο», καθώς ο τουρισμός γίνεται ένα είδος μονοκαλλιέργειας, αφαιρώντας την απασχόληση από άλλους τομείς, όπως από τον πρωτογενή τομέα. Ανέφερε το παράδειγμα της Μυκόνου, για την οποία τα ξένα media μιλάνε αρνητικά, με αναφορές στον υπερτουρισμό, καθώς, σύμφωνα με την ίδια, έχει ξεπεράσει τη φέρουσα ικανότητά της. Ομως, σε άλλα νησιά υπάρχουν άνθρωποι που ζουν εκεί, διατηρούν τις καλλιέργειές τους και την τοπική κουλτούρα. Η επέκταση της εποχικότητας είναι επίσης ένα θέμα που συζητάμε πολλά χρόνια, όμως στη νησιωτικότητα ενέχει πολλές προκλήσεις, όπως η προσβασιμότητα.
Η χώρα «σπρώχνει» τον τουρισμό, αλλά θα πρέπει να υπάρξουν επενδύσεις και σε άλλες βιώσιμες βιομηχανίες, εξήγησε, ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να ζουν στους προορισμούς όλο τον χρόνο. «Το μοντέλο ανάπτυξης που έχουμε ακολουθήσει μέχρι τώρα δεν πρέπει να το περάσουμε σε όλη τη χώρα. Πρέπει να γίνει διαβούλευση με τους ντόπιους. Ερχονται πολλές επενδύσεις και πρέπει να κατανοήσουν το πλαίσιο της τοπικής κοινωνίας. Κάθε ανάπτυξη είναι καλή, αρκεί να είναι ολοκληρωμένη», κατέληξε.