Η κλιματική αλλαγή και η μικροβιακή αντοχή είναι δύο από τις μεγαλύτερες απειλές για την παγκόσμια υγεία, σύμφωνα με νέα έκθεση του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον.
.
Η έκθεση εστιάζει στον κίνδυνο δημιουργίας υπερ-μικροβίων, υπογραμμίζοντας τον ρόλο της κλιματικής αλλαγής και άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων, που εντείνουν το φαινόμενο της μικροβιακής αντοχής.
Η μικροβιακή αντοχή (AMR) είναι η κατάσταση κατά την οποία ιοί και μικρόβια (όπως βακτήρια και μύκητες) αναπτύσσουν αντοχή στις αντιμικροβιακές ουσίες, με αποτέλεσμα να είναι λιγότερο ή και καθόλου ευάλωτα στα φάρμακα που έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπισή τους.
Τα ανθεκτικά μικρόβια δεν καταστρέφονται από τα αντιβιοτικά, με αποτέλεσμα να επιβιώνουν, να πολλαπλασιάζονται ελεύθερα, μεταδίδοντας την αντοχή στις επόμενες γενιές μικροβίων, με αποτέλεσμα να επικρατούν και να αναπτύσσονται στις χλωρίδες ανθρώπων και ζώων, όπως εξηγεί ο ΕΟΔΥ.
«Η ανάπτυξη και η εξάπλωση της AMR σημαίνει ότι τα αντιμικροβιακά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη και τη θεραπεία λοιμώξεων σε ανθρώπους, ζώα και φυτά μπορεί να καταστούν αναποτελεσματικά, με τη σύγχρονη ιατρική να μην είναι πλέον σε θέση να θεραπεύσει ακόμη και ήπιες λοιμώξεις», αναφέρει το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του ΟΗΕ.
Εκατομμύρια νεκροί κάθε χρόνο
Σύμφωνα με την έκθεση, το 2019 περίπου πέντε εκατομμύρια θάνατοι παγκοσμίως συνδέθηκαν με τη μικροβιακή αντοχή, και ο ετήσιος απολογισμός αναμένεται να έχει αυξηθεί στα 10 εκατομμύρια μέχρι το 2050, εάν δεν ληφθούν μέτρα.
Αντιμικροβιακές ουσίες χρησιμοποιούνται σε φάρμακα, προϊόντα καθαρισμού και φυτοφάρμακα για να σκοτώνουν μικροοργανισμούς και να αποτρέπουν την εξάπλωση μικροβίων μεταξύ ανθρώπων, ζώων και καλλιεργειών.
Η ανθεκτικότητα στα φάρμακα μπορεί να προκύψει και φυσικά, μέσω της εξέλιξης, αλλά οι ειδικοί λένε πως η υπερβολική χορήγηση αντιμικροβιακών ουσιών σε ανθρώπους και ζώα και η χρήση τέτοιων ουσιών στην παραγωγή τροφίμων, επιταχύνει τη μικροβιακή αντοχή.
Οι μικροοργανισμοί που επιβιώνουν είναι ισχυρότεροι και μπορούν να μεταδώσουν τα ανθεκτικά στα φάρμακα γονίδιά, σε μικρόβια που δεν έχουν εκτεθεί ποτέ σε αντιμικροβιακά φάρμακα.
Το κλίμα αλλάζει. Μαζί με αυτό και οι ρυθμοί εξάπλωσης
Μέχρι στιγμής, η προσοχή έχει επικεντρωθεί στην υπερβολική χρήση αντιβιοτικών, αλλά οι ειδικοί επισημαίνουν τα ολοένα και περισσότερα στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και διεύρυνση της μικροβιακής αντοχής.
«Η κλιματική αλλαγή, η ρύπανση, οι αλλαγές στα καιρικά μοτίβα, οι συχνότερες βροχοπτώσεις, οι πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις και αστικές περιοχές – όλα αυτά διευκολύνουν την εξάπλωση της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά. Και είμαι βέβαιος ότι αυτό το φαινόμενο θα ενταθεί σε βάθος χρόνου, αν δεν λάβουμε δραστικά μέτρα για να το περιορίσουμε», δήλωσε ο Δρ. Σκοτ Ρόμπερτς, ειδικός στις λοιμώδεις νόσους στην Ιατρική Σχολή του Γέιλ.
Η κλιματική κρίση επιδεινώνει την αντιμικροβιακή αντοχή με διάφορους τρόπους. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι υψηλότερες θερμοκρασίες αυξάνουν τόσο τον ρυθμό ανάπτυξης βακτηρίων όσο και τον ρυθμό εξάπλωσης γονιδίων ανθεκτικών στα αντιβιοτικά μεταξύ μικροοργανισμών.
Οι ακραίες συνθήκες, και ιδίως η υπερθέρμανση, επιταχύνουν τον ρυθμό εξέλιξης της μικροβιακής αντοχής. Έτσι, περιορίζοντας την άνοδο της θερμοκρασίας και τη σφοδρότητα των φαινομένων, μπορούμε να μειώσουμε σημαντικά την πιθανότητα ανάπτυξης μιας νέας περίπτωσης ανθεκτικότητας σε φάρμακα, εξήγησε ο Δρ Ντέιβιντ Γκράχαμ, καθηγητής μηχανικής οικοσυστημάτων στο Πανεπιστήμιο του Νιούκαστλ και ένας από τους συγγραφείς της έκθεσης του ΟΗΕ.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι οι σοβαρές πλημμύρες (ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής) επίσης μπορούν να οδηγήσουν σε συνθήκες υπερπληθυσμού, κακής υγιεινής και αυξημένης ρύπανσης, οι οποίες είναι γνωστό ότι αυξάνουν τα ποσοστά μόλυνσης και τη μικροβιακή αντοχή. Η ανθρωπογενής ρύπανση, τα βαρέα μέταλλα και άλλοι ρύποι στο νερό δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη ανθεκτικότητας από τα μικρόβια.
«Οι ίδιοι παράγοντες που προκαλούν περιβαλλοντική υποβάθμιση επιδεινώνουν το πρόβλημα της μικροβιακής αντοχής. Οι επιπτώσεις της θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα συστήματα υγείας και (σ.σ τις «αλυσίδες») διατροφής μας», προειδοποίησε στη συνέντευξη τύπου η Ίνγκερ Άντερσεν, εκτελεστική διευθύντρια του Προγράμματος του ΟΗΕ για το Περιβάλλον.
Πιο δύσκολη η αντιμετώπιση ασθενειών
Η περιβαλλοντική πίεση δημιουργεί σταδιακά μικροοργανισμούς που ευδοκιμούν στο ανθρώπινο σώμα, κάτι που είναι ασυνήθιστο για ορισμένα είδη.
Ένας διακεκριμένος ειδικός μυκητολογίας υποστηρίζει ότι ο λόγος που η θερμοκρασία του σώματος είναι 37 βαθμοί Κελσίου, είναι επειδή αυτή είναι η θερμοκρασία στην οποία οι μύκητες δεν μπορούν να αναπτυχθούν τόσο καλά. «Τώρα βλέπουμε το Candida auris και μερικά από τα νέα μικρόβια που έχουν εμφανιστεί, να αναπτύσσονται πραγματικά αρκετά καλά – ακόμη και σε θερμοκρασίες 37 βαθμών Κελσίου στο ανθρώπινο σώμα», παρατηρεί ο Ρόμπερτς, υποστηρίζοντας πως η κλιματική αλλαγή αποτελεί το υπόβαθρο για μία «φυσική επιλογή» οργανισμών που θα μπορούν να προσαρμοστούν σε θερμότερα περιβάλλοντα, αυξάνοντας την πιθανότητα να μολύνουν ανθρώπους.
Τέτοιες ευκαιριακές λοιμώξεις απειλούν όχι μόνο μεμονωμένους ασθενείς αλλά ολόκληρες ιατρικές μεθόδους και πρακτικές, όπως οι αντικαταστάσεις αρθρώσεων, οι μεταμοσχεύσεις οργάνων και η χημειοθεραπεία – διαδικασίες στις οποίες οι ασθενείς διατρέχουν σημαντικό κίνδυνο μόλυνσης και για τις οποίες απαιτούνται αποτελεσματικά αντιβιοτικά.
Οι ανθεκτικές στα φάρμακα λοιμώξεις μπορούν να καταστήσουν τη θεραπεία δύσκολη, ακόμα και αδύνατη. Ο Ρόμπερτς λέει ότι η προσφυγή σε θεραπείες που αποτελούν την «τελευταία επιλογή» των γιατρών, δεν είναι το καλύτερο σενάριο για έναν ασθενή: «υπάρχουν λόγοι που δεν τις χρησιμοποιούμε εκ των προτέρων», όπως η τοξικότητα τους και ο κίνδυνος να οδηγήσουν σε ανεπάρκεια οργάνων, εξηγεί ο Ρόμπερτς.
«Όταν κάποιος έχει μολυνθεί από ένα ανθεκτικό στα φάρμακα βακτήριο ή μύκητα και πρέπει πραγματικά να βασιστούμε σε ένα από αυτά τα φάρμακα τελευταίας γραμμής, η θεραπεία είναι συνήθως πρόκληση (…) Σπάνια ξεμένουμε από επιλογές, και σε αυτή την περίπτωση, δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα που μπορούμε να κάνουμε. Ευτυχώς, αυτές οι περιπτώσεις παραμένουν αρκετά σπάνιες, αλλά είμαι βέβαιος ότι με το εντεινόμενο πρόβλημα της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά, θα αυξηθούν σε συχνότητα με την πάροδο του χρόνου».
Πηγή CNN