Η 12η Ετήσια Έρευνα του Κέντρου Αειφορίας (CSE) για το 2025 αναδεικνύει σημαντικά ευρήματα σχετικά με την εφαρμογή των κριτηρίων ESG στις ελληνικές επιχειρήσεις. Η έρευνα επικεντρώθηκε σε 160 εταιρείες που εκδίδουν Εκθέσεις Βιώσιμης Ανάπτυξης, εξετάζοντας τις πρακτικές τους και την ευθυγράμμισή τους με διεθνή πρότυπα βιωσιμότητας.
.
Το 94% των επιχειρήσεων χρησιμοποιούν το GRI (Global Reporting Initiative) για τις εκθέσεις τους, ενώ το 89% ευθυγραμμίζεται με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ (UN SDGs). Παρατηρείται αυξανόμενη τάση για υιοθέτηση διεθνώς αναγνωρισμένων προτύπων, γεγονός που ενισχύει τη διαφάνεια και τη συγκρισιμότητα των εκθέσεων βιωσιμότητας. Προέκυψε επίσης ότι οι αυτόνομες Εκθέσεις Βιώσιμης Ανάπτυξης κυριαρχούν έναντι των από κοινού Εκθέσεων Οικονομικών και Βιωσιμότητας.
Οι τομείς μεγαλύτερης εστίασης στο reporting είναι οι Υπηρεσίες Μεταφορών, η Βιομηχανία Τροφίμων, η Ενέργεια και ο Τομέας Υδάτινων Πόρων. Οι πέντε κορυφαίες εταιρείες με τις υψηλότερες επιδόσεις σε ESG Ratings προέρχονται από τους κλάδους της Βιομηχανίας Μη Μεταλλικών Ορυκτών Προϊόντων, της Ενέργειας και της Διαχείρισης Υδάτινων Πόρων. Αντίθετα, το λιανικό εμπόριο και τα τυχερά παιχνίδια κατατάσσονται στις τελευταίες θέσεις, υποδεικνύοντας ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο βελτίωσης στη στρατηγική τους για το ESG.
Η σταδιακή ενσωμάτωση των απαιτήσεων της CSRD (Corporate Sustainability Reporting Directive) αποτελεί πρόκληση για τις επιχειρήσεις, καθώς απαιτείται ταχύτερη προσαρμογή. Παρά την πρόοδο, το 68% των ελληνικών επιχειρήσεων δεν υιοθετεί και εξωτερική διασφάλιση για τις εκθέσεις βιωσιμότητας, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τη διαφάνεια και την αξιοπιστία τους.
Τα αποτελέσματα της έρευνας θα παρουσιαστούν στην Αθήνα στις 2-3 Απριλίου 2025, στο πλαίσιο του Διεθνούς Προγράμματος Πιστοποίησης Στελεχών Βιώσιμης Ανάπτυξης – ESG. Η έρευνα του CSE λειτουργεί ως σημαντικό εργαλείο για τις επιχειρήσεις, βοηθώντας τις να βελτιώσουν τη στρατηγική τους και να ενισχύσουν τη βιώσιμη ανάπτυξή. Η διαρκής εξέλιξη της ESG στρατηγικής στην Ελλάδα δείχνει ότι οι επιχειρήσεις αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότερο τη σημασία της βιωσιμότητας, και τείνουν να τη δουν πιο ως ευκαιρία κι όχι ως εμπόδιο.