Η εκδήλωση, με τίτλο «Η δύναμη της φωνής: αποτελεσματικά προγράμματα Whistleblowing και ο νέος Ελληνικός Νόμος 4990/11.11.2022», διοργανώθηκε σε συνεργασία με το ACFE Greece (Association of Certified Fraud Examiners, και επικεντρώθηκε στα σημαντικότερα ζητήματα που προκύπτουν από την ενσωμάτωση της Οδηγίας της Ε.Ε. 2019/1937, για την προστασία προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου.
.
Από την πλευρά της ΕΥ, στην εκδήλωση τα θέματα ανέπτυξαν η Κυριακή Κατσάνη, Director, Επικεφαλής Υπηρεσιών Ειδικών Ερευνών και Εταιρικής Συμμόρφωσης της ΕΥ Ελλάδος και η Ελένη Μπόσδα, Manager, Υπηρεσίες Ειδικών Ερευνών και Εταιρικής Συμμόρφωσης της ΕΥ Ελλάδος, ενώ συμμετείχαν, επίσης, ο Χαράλαμπος Ξύδης, CFE, CRMA, Πρόεδρος του ΔΣ της ACFE Greece, η Δρ. Άννα Δαμάσκου, CFE, CAMS, CGSS, CIPP/E, CIPM και ο Σοφοκλής Καραπιδάκης, Μέλος ΔΣ ΣΕΚΑΣΕ, Μέλος ACFE.
Κατά την παρουσίασή της, η Κυριακή Κατσάνη έδωσε τον ορισμό του Whistleblowing ως τη διαδικασία κατά την οποία ένα νυν ή πρώην μέλος ενός οργανισμού ανακαλύπτει ανήθικες ή απαράδεκτες πρακτικές και τις υποδεικνύει σε κάποιον που είναι σε θέση να αλλάξει τα πράγματα. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι, το 40% των περιστατικών απάτης και διαφθοράς διαπιστώνονται χάρη στους whistleblowers, ενώ αποκάλυψε ότι οι ετήσιες απώλειες που προκαλούν η απάτη και η διαφθορά στην παγκόσμια οικονομία φτάνουν τα 3,5 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Το κόστος αυτό συμπεριλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα νομικά κόστη και τα κόστη διακρίβωσης, τα πρόστιμα, την απώλεια αγορών και περιουσιακών στοιχείων, αλλά και τον χαμένο χρόνο των διευθυντικών στελεχών, την ανασφάλεια που προκαλείται στους εργαζόμενους και τη ζημιά στην εικόνα και τη φήμη των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΥ, EY Global Integrity Survey 2020, 53% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι έχουν αισθανθεί πίεση να μην αναφέρουν περιστατικά που διαπίστωσαν, ενώ 33% ανέφεραν ότι υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν ανέφεραν ανησυχίες που είχαν για περιπτώσεις απαράδεκτων πρακτικών.
Αναφερόμενη στην Ευρωπαϊκή Οδηγία 2019/1937, η ομιλήτρια ανέφερε ότι η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των 11 κρατών μελών που έχουν ήδη υιοθετήσει την απαραίτητη εθνική εφαρμοστική νομοθεσία, με την ψήφιση του νόμου 4990/2022, ο οποίος ενισχύει σημαντικά την προστασία όσων καταγγέλλουν παράνομες πρακτικές από αντίποινα. Η κυρία Κατσάνη αναφέρθηκε αναλυτικά στις προβλέψεις του νέου νόμου, εξηγώντας τις μορφές καταγγελιών που καλύπτει, τόσο στον δημόσιο, όσο και τον ιδιωτικό τομέα, τους τομείς και τις δραστηριότητες που μπορεί να αφορούν οι καταγγελίες, καθώς και τις διαδικασίες που προβλέπει ο νόμος για την υποβολή και την αξιολόγηση των καταγγελιών.
Αφού παρουσίασε αναλυτικά όλες τις κατηγορίες εργαζόμενων ή τρίτων προσώπων, όπως πρώην εργαζόμενοι, μέτοχοι, προμηθευτές, κ.α., που καλύπτονται από τη νομοθεσία, η κυρία Κατσάνη ανέφερε όλες τις μορφές αντίποινων που τιμωρούνται από τον νέο νόμο. Αυτά περιλαμβάνουν από την απόλυση, την υποχρεωτική άδεια, τον υποβιβασμό, και τη μείωση μισθού ή την αλλαγή των εργασιακών όρων, μέχρι τον εκφοβισμό, την παρενόχληση και τη βλάβη στη φήμη του καταγγέλλοντος, ακόμη και μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Η κυρία Κατσάνη κατέληξε αναλύοντας τα μέτρα που πρέπει να πάρουν οι επιχειρήσεις για να διευκολύνουν τους whistleblowers, όπως η δημιουργία των κατάλληλων διαύλων για την υποβολή καταγγελιών, η εξασφάλιση της ανωνυμίας, η έγκαιρη εξέταση των καταγγελιών και παροχή απαντήσεων και η ανάληψη διορθωτικών δράσεων.
«Η μεγαλύτερη πρόκληση για τις επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσουν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των φαινομένων απάτης και διαφθοράς υποστηρίζοντας ενεργά τους whistleblowers, είναι η οικοδόμηση μιας εταιρικής κουλτούρας συμμόρφωσης και μηδενικής ανοχής, τόσο σε παράνομες πρακτικές, όσο και σε πιθανά αντίποινα κατά των εργαζόμενων που έχουν το θάρρος να τις καταγγείλουν» τόνισε, ολοκληρώνοντας την παρουσίαση.
Στο δεύτερο μέρος της παρουσίασης, η Ελένη Μπόσδα και ο Σοφοκλής Καραπιδάκης αναφέρθηκαν διεξοδικά στο επίκαιρο ζήτημα των οικονομικών κυρώσεων.
Πιο συγκεκριμένα, από την πλευρά της EY η κυρία Μπόσδα αναφέρθηκε αναλυτικά στην ταυτοποίηση του Ultimate Βeneficial Οwner (UBO), ώστε να προσδιοριστεί εάν μία οντότητα υπόκειται σε κυρώσεις, όπως και στους κανόνες του 50% των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον, αναφέρθηκε στους τρόπους με τους οποίους οι επιχειρήσεις μπορούν να αποτρέψουν πιθανές παραβιάσεις και στα Red Flags που μπορεί να αποκαλύψουν μια ύποπτη συναλλαγή από τη μεριά των αντισυμβαλλόμενων. Κλείνοντας το δεύτερο μέρος της εκδήλωσης, σχολιάστηκαν οι τρόποι με τους οποίους οι επιχειρήσεις μπορούν να αποτρέψουν πιθανές παραβιάσεις, ώστε να αποφύγουν σοβαρές συνέπειες:
«Η συμμόρφωση με τους ισχύοντες νόμους και κανονισμούς σε σχέση με τις κυρώσεις, θα πρέπει, πλέον, να αποτελεί θέμα μείζονος σημασίας για όλες τις εταιρείες που συναλλάσσονται με διεθνή, φυσικά ή νομικά πρόσωπα».