Τρεις στους τέσσερις ηγέτες θεωρούν καθοριστικό παράγοντα για το μέλλον των οργανισμών τους την ευθυγράμμιση της επιχειρηματικής στρατηγικής με τη στρατηγική για το ανθρώπινο δυναμικό. Ωστόσο, μόνο ένας στους πέντε είναι πεπεισμένος ότι έχει οικοδομήσει αρκετά υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης με τους εργαζομένους του. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ευρήματα της έρευνας της PwC "Future of Work and Skills" που πραγματοποιήθηκε μεταξύ ηγετών ελληνικών επιχειρήσεων η οποία ακολούθησε την αντίστοιχη ετήσια έκθεση του παγκόσμιου δικτύου της PwC.
.
Η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού εντός του χώρου εργασίας, που συχνά συνοδεύεται από την αντικατάσταση αντικειμένων εργασίας με νέα, αλλά και οι ασταθείς συνθήκες της αγοράς εξαιτίας της πανδημίας, καθιστά επιτακτική την ανάγκη πρόσβασης των εργαζομένων σε ποιοτική δια βίου μάθηση και ανάπτυξη δεξιοτήτων. Η επίτευξη του στόχου αυτού, αναμένεται να επιφέρει τη στήριξη της απασχόλησης, της παραγωγικότητας, των εισοδημάτων και της ευημερίας στις επιχειρήσεις. Εντούτοις, μόνο το 20% με 30% των ερωτηθέντων συμφωνεί απόλυτα ότι αναλαμβάνει άμεσα δράση προς την κατεύθυνση αυτή.
Παράλληλα, η μελέτη αναδεικνύει και την καταλυτική επίδραση της τεχνολογίας στο μέλλον της εργασίας στη χώρα. Το 86% των στελεχών ανθρώπινου δυναμικού παραδέχεται ότι δεν μπορεί να κατανοήσει πλήρως τους κινδύνους που ενδεχομένως θα προκύψουν από την αντικατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από την τεχνολογία, γεγονός που καταδεικνύει το χάσμα μεταξύ του ενισχυμένου ρόλου της στη στρατηγική ανθρώπινου δυναμικού και της κατανόησης των κινδύνων που αυτή επιφέρει. Σημειώνεται ότι το αντίστοιχο ποσοστό στην παγκόσμια μελέτη που διεξήγαγε πριν από μερικούς μήνες η PwC διαμορφώνεται στο 21%. Την ίδια στιγμή, μόλις το 21% των ερωτηθέντων είναι πεπεισμένο ότι μπορεί να αναγνωρίσει τις δεξιότητες που θα απαιτηθούν στο μέλλον, ως συνέπεια των τεχνολογικών αλλαγών.
Αντίστοιχα χαμηλά είναι τα ποσοστά θετικών απαντήσεων αναφορικά με την ξεκάθαρη ενημέρωση για τις συνέπειες που θα έχουν οι αυτοματισμοί και η Τεχνητή Νοημοσύνη στις μελλοντικές ανάγκες ανάπτυξης δεξιοτήτων. Οι ερωτηθέντες αναγνωρίζουν τη σημασία που ενέχουν οι παραπάνω τομείς, δίχως όμως να αναλαμβάνουν σχετική δράση. Ανάμεσα στους λόγους που λειτουργούν αποτρεπτικά είναι οι οικονομικές πιέσεις, η έλλειψη βούλησης της ηγεσίας να φέρει σε πέρας τις αλλαγές αλλά και η κουλτούρα της εκάστοτε επιχείρησης.
Σε ό,τι αφορά στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της αποδοτικότητας, το 27% των ερωτηθέντων συμφώνησε ότι μπορεί να μετρήσει την παραγωγικότητα και τις επιδόσεις σε επίπεδο ομάδας. Εντούτοις, μόνο το 21% συμφώνησε ότι μπορεί να το κάνει σε ατομικό επίπεδο. Το εν λόγω εύρημα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεδομένου ότι η πλειονότητα των οργανισμών εστιάζει στη διαχείριση της απόδοσης σε ατομικό επίπεδο.
Παράλληλα, η έρευνα αναδεικνύει έξι άμεσες προτεραιότητες, οι οποίες δύνανται να φέρουν απτά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, οι ηγέτες των οργανισμών στην Ελλάδα καλούνται:
1. Να εστιάσουν στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που επιτρέπει τόσο την αναπροσαρμογή της στρατηγικής σε πραγματικό χρόνο όσο και τον προγραμματισμό βάση συγκεκριμένων σεναρίων αλλά και την αξιοποίηση των κατάλληλων εργαλείων και δεδομένων.
2. Να βελτιστοποιήσουν την παραγωγικότητα και την απόδοση του εργατικού τους δυναμικού
3. Να εντάξουν νέες δεξιότητες στον οργανισμό τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στις μελλοντικές προκλήσεις
4. Να προετοιμαστούν για τις επικείμενες αλλαγές και να αναπτύξουν τεχνολογικές λύσεις με γνώμονα το πώς θα αξιοποιηθούν από το ανθρώπινο δυναμικό τους
5. Να δημιουργήσουν το περιβάλλον για την ένταξη αλλά και την ανάπτυξη ταλέντων εντός των οργανισμών τους.
Τέλος, λιγότεροι από ένας στους πέντε ερωτηθέντες στην Ελλάδα συμφώνησαν ότι μπορούν να προβούν άμεσα σε αλλαγές και βελτιώσεις στο εργασιακό δυναμικό, ώστε να ανταποκριθούν στις αλλαγές της αγοράς, καθώς και ότι έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε δεξαμενή πιθανών εργαζομένων. Αναγνωρίζουν κατ' αυτό τον τρόπο ότι υπολείπονται σε μεγάλο βαθμό στον συγκεκριμένο τομέα και ότι απαιτείται επιπλέον προσπάθεια ώστε να βελτιώσουν την ικανότητα των οργανισμών τους να αναπτυχθούν με ταχύτητα.