Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες του κόσμου μια αλλαγή στα εργασιακά που έχει γίνει γνωστή πλέον ως η «Μεγάλη Παραίτηση» (the Great Resignation).
.
Πολλοί εργαζόμενοι παραιτήθηκαν από τις δουλειές τους, δημιουργώντας μια πρωτοφανή αύξηση στις κενές θέσεις εργασίας. Οι περισσότεροι από αυτούς άλλαξαν δουλειά, ενώ άλλοι αποφάσισαν να κάνουν ένα διάλειμμα από την αγορά εργασίας.
Ο βασικός λόγος για αυτό το κύμα παραιτήσεων είναι κατά γενική ομολογία ο εξής: μετά τη θλίψη και το σοκ της πανδημίας, ο κόσμος αναζητεί πλέον ένα πιο ανθρωποκεντρικό μοντέλο εργασίας, με έμφαση στις κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις.
Άλλοι συνηθισμένοι λόγοι είναι ο χαμηλός μισθός, η έλλειψη ευκαιριών για ανέλιξη και η έλλειψη σεβασμού στον χώρο εργασίας. Σύμφωνα με περσινή έρευνα του Pew Research, όσοι άλλαξαν δουλειά πλέον αισθάνονται ότι η καινούργια τους εργασία είναι καλύτερα αμειβόμενη, προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες και μια καλύτερη ισορροπία μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής.
Τι συμβαίνει όταν ο εργαζόμενος δεν είναι ευχαριστημένος στη νέα του δουλειά
Ωστόσο, είναι πράγματι έτσι η κατάσταση; Είναι όντως οι νέοι εργοδότες καλύτεροι από τους προηγούμενους; Ή μήπως ο αντικαταστάτης ενός εργαζομένου έφυγε από τη δουλειά του για τον ίδιο λόγο που έφυγε και ο προκάτοχος στη θέση του;
Ίσως το πρόβλημα δεν είναι με τους εργοδότες, λοιπόν. Ενδέχεται οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να είναι αφελείς.
Σύμφωνα με έρευνα σε πάνω από 2.500 εργαζόμενους από την ιστοσελίδα εύρεσης εργασίας Daily Muse, σχεδόν τα 2/3 (το 72%) ένιωσε «έκπληξη ή απογοήτευση» διαπιστώνοντας ότι η νέα τους δουλειά ή η νέα τους εταιρεία αποδείχτηκε «πολύ διαφορετική» από ότι περίμεναν.
Μάλιστα, σχεδόν οι μισοί (48%) είπαν ότι θα προσπαθούσαν να επιστρέψουν στην παλιά τους δουλειά.
Αρκετοί κατηγορούν για άλλη μια φορά για το φαινόμενο αυτό την πολύπαθη Γενιά Ζ. Σύμφωνα με άλλη έρευνα, οι εργαζόμενοι της γενιάς αυτής βρίσκουν πιο ελκυστικό σε μια νέα δουλειά ένα καλό πακέτο παροχών (67%). Ακολουθούν η σύμπνοια με τις αξίες μιας εταιρείας (62%), να μην έχει η εργοδότρια εταιρεία μόνο σκοπό το κέρδος (61%), να προσφέρει δυνατότητες ανέλιξης και ευκαιρίες (59%) και να έχει καλή φήμη (49%).
Φυσικά, οι πιο έμπειροι της αγοράς εργασίας ξέρουν ότι πέρα από γίγαντες σαν την Apple και την Google – που και αυτές έχουν τα μειονεκτήματά τους – καμία εταιρεία δεν μπορεί να προσφέρει όλα τα παραπάνω.
Γι’ αυτό τον λόγο, λοιπόν, οι εργοδότες θα πρέπει να είναι πιο διαφανείς σε αυτά που προσφέρουν και οι εργαζόμενοι θα πρέπει να μην έχουν ψευδαισθήσεις για τις προσδοκίες από τον νέο τους εργοδότη.
Αν δεν συζητηθεί ενδελεχώς η πραγματικότητα των απαιτήσεων μια εργασίας, τότε μέσα σε λίγους μήνες θα ακολουθήσουν η δυσαρέσκεια και η απογοήτευση. Και αυτό είναι κακό και για τους εργαζόμενους και για τους εργοδότες.