Εκ πρώτης όψεως το 2025 προαλείφεται ως μία δύσκολη χρονιά για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο πλανήτης φαίνεται ακόμη πιο μακριά από τον στόχο ανάσχεσης της υπερθέρμανσής του σε ένα διαχειρίσιμο επίπεδο, με άνοδο της θερμοκρασίας 1,5 βαθμού Κελσίου και σε συνδυασμό με την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ, που σημαίνει ότι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου θα αποσυρθεί εμφανώς από τη συλλογική μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο, ενώ το επόμενο έτος θα είναι επώδυνο για ορισμένους παίκτες στο γήπεδο της πράσινης ενέργειας, ο ευρύτερος τομέας μπορεί να αποτελέσει ακόμη μια ευκαιρία. Δεδομένου ότι ο Τραμπ χαρακτήρισε την κλιματική αλλαγή «φάρσα» και ισχυρίστηκε ποικιλοτρόπως ότι ο άνεμος των υπεράκτιων αιολικών πάρκων βλάπτει τα πουλιά και προκαλεί καρκίνο, είναι αναμενόμενο να φοβόμαστε ότι η κυβέρνησή του θα αποσύρει τη νομοθεσία Μπάιντεν περί μείωσης του πληθωρισμού. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η νομοθεσία, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Bernstein, είχε ως αποτέλεσμα επενδύσεις καθαρής ενέργειας στις ΗΠΑ ύψους 488 δισ. δολαρίων μέσα σε δύο χρόνια από την εφαρμογή της.
Οι μετοχές των αμερικανικών ομίλων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας υποχώρησαν 10% το 15νθήμερο μετά τις εκλογές στις ΗΠΑ, όταν κατά μέσον όρο οι μετοχές παγκοσμίως ενισχύθηκαν 2%. Οι επιχειρήσεις παροχής υπεράκτιας αιολικής ενέργειας, όπως η δανική Orsted, ήταν εκείνες που έδωσαν τον τόνο στη χρηματιστηριακή καταβύθιση. Ακολούθησαν και οι επιχειρήσεις πράσινου υδρογόνου, όπως η νορβηγική Nel, η οποία παρασκευάζει ηλεκτρολύτες διάσπασης μορίων ύδατος για να δημιουργήσουν υδρογόνο μηδενικού διοξειδίου του άνθρακα, η οποία εμφάνισε απώλειες πάνω από 20%. Ωστόσο δεν δέχτηκαν ανάλογο χτύπημα όλες οι πράσινες μετοχές.
Οσες δεν είναι εκτεθειμένες στην ενεργειακή υποδομή των ΗΠΑ, όπως ο εγχώριος γίγαντας NextEra Energy, η ισπανική Iberdrola και η βρετανική National Grid, που αποκομίζει σχεδόν το 45% των μεικτών εσόδων της από τη Βόρεια Αμερική, αποδείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό σταθερές. Η γερμανική RWE, η οποία έκανε επενδύσεις σε εγκαταστάσεις ηλιακής ενέργειας στις ΗΠΑ το 2022, είδε τις μετοχές της να ανεβαίνουν. Αυτό είναι λογικό, εάν ο Τραμπ αποδειχθεί όντως τόσο εστιασμένος στην ενέργεια χαμηλού κόστους όσο φαίνεται. Η ηλιακή και η χερσαία αιολική ενέργεια πλέον κοστίζει λιγότερο από την ηλεκτρική ενέργεια με τη χρήση φυσικού αερίου, σύμφωνα με τη Lazard, ενώ ο υπεράκτιος όχι.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι ρεπουμπλικανικές πολιτείες έλαβαν το 70% της επένδυσης σε καθαρή ενέργεια τα δύο πρώτα χρόνια εφαρμογής της νομοθεσίας για καταστολή του πληθωρισμού, το να καταργηθεί θα ήταν επίσης κακή πολιτική.
Πιθανότατα, ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ να επισπεύσει τη χορήγηση αδειών για νέα έργα ορυκτών καυσίμων, καθώς και για άλλα που αφορούν την παραγωγή ενέργειας από τον ήλιο και τον άνεμο στην ξηρά. Το αντίστροφο θα μπορούσε να συμβεί με τις άδειες υπεράκτιας αιολικής ενέργειας και τα έργα πράσινου υδρογόνου, τα οποία εξακολουθούν να απαιτούν επιδοτήσεις, ώστε να παραμένουν ανταγωνιστικά.
Εν τω μεταξύ, κολοσσοί της τεχνολογίας, όπως οι Microsoft και Amazon, χρειάζονται τεράστια φορτία περισσότερης ενέργειας για να εκπαιδεύσουν τα γλωσσικά μοντέλα της τεχνητής νοημοσύνης τους. Αυτό θα πρέπει να αφορά τη ζήτηση τόσο για ηλιακή ενέργεια όσο και για επέκταση του ηλεκτροδοτικού δικτύου. Οπως, εν κατακλείδι, επισημαίνει η εταιρεία συμβούλων McKinsey, η δημιουργία κέντρων δεδομένων στις ΗΠΑ θα μπορούσε να απαιτήσει πάνω από 400 τεραβατώρες επιπλέον ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2030, δηλαδή ποσότητα ίση με ολόκληρη την ετήσια κατανάλωση της Γαλλίας.