Παρά το κλείσιμο και των τελευταίων πυρηνικών σταθμών, οι εκπομπές άνθρακα της Γερμανίας έπεσαν το 2023 στα χαμηλότερα επίπεδα από τη δεκαετία του 1950, δείχνουν οι τελευταίες εκτιμήσεις, αν και η πτωτική τάση χαρακτηρίζεται μη διατηρήσιμη.
.
Η Γερμανία έχει θέσει στόχο έχει να μειώσει τις εκπομπές CO2 κατά 65% έως το 2030, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, ένα ενδιάμεσο βήμα προκειμένου να πετύχει μηδενισμό των καθαρών εκπομπών έως το 2045. Σύμφωνα με έκθεση του οργανισμού Agora Energiewende με έδρα το Βερολίνο, οι εκπομπές της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας μειώθηκαν πέρυσι στους 673 εκατομμύρια τόνους, 46% κάτω από τα επίπεδα του 1990.
Η Γερμανία ξεπέρασε έτσι κατά πολύ τον στόχο των 722 εκατ. τόνων που είχε θέσει η κυβέρνηση.
Με την εγχώρια παραγωγή ΑΠΕ να έχει ξεπεράσει πλέον το ήμισυ της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, και τις εισαγωγές ρεύματος να έχουν αυξηθεί, η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη έπεσε πέρυσι στα χαμηλότερα επίπεδα από τη δεκαετία του 1960.\ Παρά τη γενική πτώση, οι κλάδοι των μεταφορών και των κτηριακών υποδομών δεν πέτυχαν τους στόχους. Αν και η Γερμανία έχει θέσει στόχο να καταργήσει σταδιακά τη χρήση ορυκτού κάρβουνου έως το 2036, ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ ζητά ταχύτερη έξοδο το 2030, μια ημερομηνία που βρίσκει σύμφωνα τα δυτικά κρατίδια αλλά συναντά αντιδράσεις από τις ανατολικές περιοχές που παράγουν λιγνίτη.
Βιομηχανία
Οι εκπομπές της βιομηχανίας έπεσαν εντός στόχων στους 144 εκατ. τόνους με μείωση 12%, έπειτα από πτώση 12% στην παραγωγή των ενεργοβόρων βιομηχανιών. Φέτος όμως οι εκπομπές του κλάδου είναι πιθανό να αυξηθούν καθώς η βιομηχανία ανακάμπτει, επισημαίνει η έκθεση. Οι βιομηχανίες υψηλής έντασης ενέργειας περιόρισαν πέρυσι την παραγωγή λόγω ανόδου των τιμών του φυσικού αερίου μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το κλείσιμο της στρόφιγγας του ρωσικού αερίου και τη στροφή στο εισαγόμενο υγροποιημένο φυσικό αέριο.
«Οι συνέπειες της κρίσης των ορυκτών καυσίμων και της επιβράδυνσης της οικονομίας είναι ιδιαίτερα εμφανείς στις εκπομπές CO2 των βιομηχανιών υψηλής έντασης ενέργειας» σχολίασε ο διευθυντής του Agora Σάιμον Μίλερ.
Παρά τη γενική πτώση, πάντως, οι κλάδοι των μεταφορών και των κτηριακών υποδομών δεν πέτυχαν τους στόχους για τις εκπομπές, όπως συνέβαινε και τα προηγούμενα χρόνια. Με τη θέρμανση να αποτελεί την κύρια πηγή εκπομπών, τα κτήρια της γερμανίας εξέπεμψαν πέρυσι 2,7% λιγότερες εκπομπές στους 109 εκατ. τόνους CO2, έναντι στόχου 101 εκατ. τόνων.
Όπως επισήμανε ο Μίλερ, το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε πέρυσι για την προώθηση της τηλεθέρμανσης και της πράσινης ενέργειας πρέπει να υλοποιηθεί ταχέως για να μπορέσει ο κλάδος να επιτύχει τον στόχο για το 2030.
Στον κλάδο των μεταφορών, οι εκπομπές μειώθηκαν κατά 2% στους 145 εκατ. τόνους, έναντι στόχου 133 εκατ. τόνων. Το μερίδιο των ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην αγορά έμεινε στάσιμο στο 20% και η έκθεση ζητά επέκταση του δικτύου δημόσιων μεταφορών και αλλαγές στο σύστημα επιδοτήσεων για νέα ΙΧ.
Η έκθεση τονίζει ακόμα ότι η επίτευξη των στόχων του 2030 απαιτεί δημόσιο χρήμα, κάτι που έχει καταστεί πιο δύσκολο μετά την περυσινή απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου, η οποία μπλόκαρε τη χρηματοδότηση πράσινων προγραμμάτων με περίπου 60 δισ. ευρώ. «Ένα έξυπνο μίγμα εργαλείων μπορεί να εξασφαλίσει περισσότερη κλιματική προστασία για κάθε ευρώ των κρατικών ταμείων» είπε ο Μίλερ.