Η «ιστορική» COP21 του 2015 συμφώνησε να περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη σε 1,5°C σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, έως το 2050. Για να παραμείνουν οι χώρες εντός του στόχου, οι εκπομπές θα πρέπει να μειωθούν στο μισό μέχρι το 2030. Ο πλανήτης έχει ήδη θερμανθεί κατά περίπου 1,1°C, λένε οι επιστήμονες, μετά από πάνω από έναν αιώνα καύσης ορυκτών καυσίμων, καθώς και άνισης και μη βιώσιμης χρήσης της ενέργειας και της γης.
.
Σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό νόμο για το κλίμα, η ΕΕ δεσμεύεται να γίνει κλιματικά ουδέτερη έως το 2050, το λεγόμενο «net zero». Οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες δεσμεύονται ολοένα και περισσότερο να αναλάβουν δράση, ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις, όπως η μεγάλης κλίμακας μεταρρύθμιση στην οικονομία και η δυσκολία εξισορρόπησης των σημαντικών βραχυπρόθεσμων κινδύνων από ανεπαρκή ή καθυστερημένη δράση, αναφέρει σε έκθεσή της. Η εταιρεία εκτιμά τις οικονομικές επιπτώσεις της μετάβασης στην ουδετερότητα στην κατανομή του κεφαλαίου, στο κόστος και στις θέσεις εργασίας έως το 2050 σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τι σημαίνει όμως η κλιματική ουδετερότητα στην πράξη;
Η ουδετερότητα του άνθρακα επιτυγχάνεται όταν οι ετήσιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι ίσες με την ποσότητα που απομακρύνεται κάθε χρόνο. Οι τρόποι επίτευξης αυτού του στόχου, που προσδιορίστηκαν από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, περιλαμβάνουν τόσο την απαλλαγή από τον άνθρακα όσο και την απομάκρυνση του.
Η απανθρακοποίηση, δηλαδή η μείωση του άνθρακα και άλλων αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, επιτυγχάνεται με τη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων με υψηλές εκπομπές άνθρακα. Οι λύσεις απομάκρυνσης του άνθρακα αφαιρούν τον άνθρακα από την ατμόσφαιρα και τον αποθηκεύουν μακροπρόθεσμα.
Το Δεκέμβριο του 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, έναν χάρτη πορείας για τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη έως το 2050. Αυτός ο στόχος θα επιτευχθεί μέσω του ευρωπαϊκού νόμου για το κλίμα που θέτει την κλιματική ουδετερότητα σε δεσμευτική νομοθεσία της ΕΕ.
Για να επιτευχθεί η ουδετερότητα, η απαλλαγή από τον άνθρακα θα πρέπει να γίνει σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας και της γεωργίας. Η αφαίρεση του άνθρακα θα χρειαστεί για να αντισταθμίσει τις δύσκολα περιορίσιμες εκπομπές από βιομηχανίες όπως η τσιμεντοβιομηχανία.
Ωστόσο, η μετάβαση αυτή επιφέρει προκλήσεις για τις χώρες και εταιρείες που δεσμέυονται να την υλοποιήσουν.
H McKinsey δημοσίευσε την «προσομοίωση μιας υποθετικής, σχετικά ομαλής πορείας προς τον 1,5°C με τη χρήση του σεναρίου Net Zero 2050 από το Network for Greening the Financial System (NGFS)», για να παράσχει μια εκτίμηση του οικονομικού μετασχηματισμού και των κοινωνικών προσαρμογών που συνδέονται με τη μετάβαση στην ουφετερότητα.
Διαπιστώνει ότι η μετάβαση θα είναι καθολική, σημαντική, με άνισες επιπτώσεις σε τομείς, γεωγραφικές περιοχές και κοινότητες, ακόμη και αν δημιουργεί ευκαιρίες ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα, οι κεφαλαιουχικές δαπάνες για υλικά περιουσιακά στοιχεία για ενεργειακά συστήματα και συστήματα χρήσης γης μεταξύ 2021 και 2050 θα ανέλθουν σε περίπου 275 τρισ. δολάρια, ή 9,2 τρισ. δολάρια ετησίως κατά μέσο όρο, μια ετήσια αύξηση της τάξης των 3,5 τρισ. δολαρίων.
Συγκριτκά, τα 3,5 τρισ. δολάρια αντιστοιχούν περίπου, το 2020, στο ήμισυ των παγκόσμιων εταιρικών κερδών, στο ένα τέταρτο των συνολικών φορολογικών εσόδων και στο 7% των δαπανών των νοικοκυριών. Επιπλέον, 1 τρισ. δολάρια από τις σημερινές ετήσιες δαπάνες θα πρέπει να ανακατανεμηθούν από περιουσιακά στοιχεία με υψηλές εκπομπές σε περιουσιακά στοιχεία με χαμηλές εκπομπές.
Λαμβάνοντας υπόψη τις αναμενόμενες αυξήσεις των δαπανών, καθώς αυξάνονται τα εισοδήματα και ο πληθυσμός, καθώς και τις νομοθετημένες σήμερα πολιτικές μετάβασης, η απαιτούμενη αύξηση των δαπανών θα ήταν χαμηλότερη, αλλά και πάλι περίπου 1 τρισ. δολάρια. Η δαπάνη θα ήταν εμπροσθοβαρής και θα αυξανόταν από το 6,8% του ΑΕΠ σήμερα στο 8,8% του ΑΕΠ μεταξύ 2026 και 2030, προτού μειωθεί. Ενώ οι εν λόγω απαιτήσεις δαπανών είναι μεγάλες και η χρηματοδότηση δεν έχει ακόμη καθοριστεί, πολλές επενδύσεις έχουν θετικό προφίλ απόδοσης (ακόμη και ανεξάρτητα από τον ρόλο τους στην αποφυγή των αυξανόμενων φυσικών κινδύνων) και δεν θα πρέπει να θεωρούνται απλώς κόστος. Η τεχνολογική καινοτομία θα μπορούσε να μειώσει το κόστος κεφαλαίου για τις καθαρές τεχνολογίες ταχύτερα από το αναμενόμενο.
Σε αυτό το σενάριο, το παγκόσμιο μέσο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί βραχυπρόθεσμα, αλλά στη συνέχεια θα μειωθεί, αν και αυτό θα διαφέρει από περιοχή σε περιοχή.
Καθώς ο τομέας της ενέργειας κατασκευάζει ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενισχύει τη δυναμικότητα μεταφοράς και διανομής, το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, θα μπορούσε να αυξηθεί κατά περίπου 25% από το 2020 έως το 2040 και να εξακολουθεί να είναι κατά περίπου 20% υψηλότερο το 2050 κατά μέσο όρο σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι αυξήσεις του κόστους βραχυπρόθεσμα θα μπορούσαν να είναι σημαντικά υψηλότερες από αυτές που εκτιμώνται εδώ, εάν ορσμένα ζητήματα δεν αντιμετωπιστούν σωστά. Το κόστος θα μπορούσε επίσης να μειωθεί κάτω από τα επίπεδα του 2020 με την πάροδο του χρόνου λόγω του χαμηλότερου κόστους λειτουργίας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας - με την προϋπόθεση ότι οι παραγωγοί ενέργειας θα κατασκευάσουν ευέλικτα, αξιόπιστα και χαμηλού κόστους δίκτυα.
Η μετάβαση θα μπορούσε να οδηγήσει σε κέρδος περίπου 200 εκατομμυρίων και απώλεια περίπου 185 εκατομμυρίων άμεσων και έμμεσων θέσεων εργασίας παγκοσμίως έως το 2050. Αυτό περιλαμβάνει τη ζήτηση για θέσεις εργασίας στη λειτουργία και στην κατασκευή φυσικών περιουσιακών στοιχείων.
Η ζήτηση για θέσεις εργασίας στους τομείς της εξόρυξης και παραγωγής ορυκτών καυσίμων και της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα θα μπορούσε να μειωθεί κατά περίπου εννέα εκατομμύρια και τέσσερα εκατομμύρια άμεσες θέσεις εργασίας, αντίστοιχα, ως αποτέλεσμα της μετάβασης, ενώ ζήτηση για περίπου οκτώ εκατομμύρια άμεσες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθεί στον τομέα της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, του υδρογόνου και των βιοκαυσίμων έως το 2050.
Αν και σημαντική, η κλίμακα της ανακατανομής του εργατικού δυναμικού μπορεί να είναι μικρότερη από εκείνη που προκύπτει από άλλες τάσεις, συμπεριλαμβανομένης της αυτοματοποίησης. Οι εργαζόμενοι θα χρειαστούν ωστόσο υποστήριξη, κατάρτιση και επανεκπαίδευση κατά τη διάρκεια της μετάβασης.
Αν και η μετάβαση θα δημιουργήσει ευκαιρίες, οι τομείς με προϊόντα ή λειτουργίες υψηλών εκπομπών - οι οποίοι παράγουν περίπου το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ - θα αντιμετωπίσουν σημαντικές επιπτώσεις στη ζήτηση, το κόστος παραγωγής και την απασχόληση.
Στο σενάριο NGFS Net Zero 2050, η παραγωγή άνθρακα για ενεργειακή χρήση θα σταματήσει σχεδόν μέχρι το 2050 και οι όγκοι παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου θα είναι περίπου 55% και 70% χαμηλότεροι, αντίστοιχα, από ό,τι σήμερα. Οι αλλαγές θα αυξήσουν το κόστος παραγωγής σε άλλους τομείς, με τον χάλυβα και το τσιμέντο να αντιμετωπίζουν αυξήσεις έως το 2050 κατά περίπου 30 και 45%, αντίστοιχα, στο σενάριο που χρησιμοποιήθηκε. Αντίθετα, ορισμένες αγορές για προϊόντα και υποστηρικτικές υπηρεσίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα επεκταθούν. Για παράδειγμα, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας το 2050 θα μπορούσε να υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με σήμερα.
Οι φτωχότερες χώρες και εκείνες που εξαρτώνται από τα ορυκτά καύσιμα είναι περισσότερο εκτεθειμένες στις μεταβολές σε μια μετάβαση στο καθαρό μηδέν, αν και έχουν επίσης προοπτικές ανάπτυξης. Οι χώρες αυτές είναι πιο ευάλωτες καθώς οι σχετικοί τομείς αποτελούν μεγάλο μέρος των οικονομιών τους.
Οι επιπτώσεις εντός των ανεπτυγμένων οικονομιών θα μπορούσαν επίσης να είναι άνισες.
Οι καταναλωτές ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πρόσθετο αρχικό κόστος και να χρειαστεί να δαπανήσουν περισσότερα βραχυπρόθεσμα για ηλεκτρική ενέργεια, εάν οι αυξήσεις του κόστους μετακυλιστούν, και τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα να κινδυνεύουν περισσότερο. Οι καταναλωτικές συνήθειες μπορεί επίσης να επηρεαστούν από τις προσπάθειες απεξάρτησης από τον άνθρακα, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης αντικατάστασης αγαθών που χρειάζονται ορυκτά καύσιμα, όπως τα οχήματα μεταφοράς και τα συστήματα θέρμανσης των σπιτιών, και ενδεχομένως να τροποποιηθούν οι δίαιτες ώστε να μειωθούν τα προϊόντα με υψηλές εκπομπές, όπως το βόειο και το αρνίσιο κρέας.
Οι οικονομικές μεταβολές θα μπορούσαν να είναι σημαντικά υψηλότερες σε μια άτακτη μετάβαση. Ακόμη και σε μια σχετικά σταδιακή μετάβαση, εάν η μείωση των δραστηριοτήτων με υψηλές εκπομπές δεν γίνεται με προσεκτική διαχείριση, παράλληλα με την αύξηση των δραστηριοτήτων με χαμηλές εκπομπές, η προσφορά μπορεί να μην είναι σε θέση να αυξηθεί επαρκώς, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται ελλείψεις και αυξήσεις ή αστάθεια των τιμών. Επομένως, πολλά εξαρτώνται από τον τρόπο διαχείρισης, αναφέρει η McKensie.
Οι οικονομικές προσαρμογές που απαιτούνται για την επίτευξη του «net zero» θα συνοδεύονται από ευκαιρίες και θα αποτρέπουν την περαιτέρω πρόκληση φυσικών κινδύνων.
Η επίτευξη των μηδενικών εκπομπών και ο περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5°C θα μείωνε τις πιθανότητες έναρξης των πιο καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Η κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να δράσουν από κοινού με ενότητα, αποφασιστικότητα και εφευρετικότητα και να επεκτείνουν τους ορίζοντες σχεδιασμού και επενδύσεών τους, ακόμη και όταν λαμβάνουν άμεσα μέτρα για τη διαχείριση των κινδύνων και την αξιοποίηση των ευκαιριών.
Με την πάροδο του χρόνου, θα πρέπει να προσαρμόζουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα καθώς οι συνθήκες αλλάζουν, να ενσωματώνουν παράγοντες που σχετίζονται με το κλίμα στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τη στρατηγική, τη χρηματοδότηση και τον προγραμματισμό κεφαλαίων, μεταξύ άλλων, και να εξετάζουν το ενδεχόμενο να ηγηθούν δράσης με άλλους στον κλάδο τους ή στο οικοσύστημα των επενδυτών, των αλυσίδων εφοδιασμού, των πελατών και των ρυθμιστικών αρχών.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ειδικότερα έχουν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην υποστήριξη της ανακατανομής κεφαλαίων. Οι κυβερνήσεις και τα ιδρύματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πολιτικά, ρυθμιστικά και φορολογικά εργαλεία για να δημιουργήσουν κίνητρα, να στηρίξουν τους ευάλωτους και να προωθήσουν τη συλλογική δράση.