H βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί παγκόσμια προτεραιότητα. Σύμφωνα με τον Ο.Η.Ε, η αειφόρος ανάπτυξη προβλέπει μια ισορροπημένη προσέγγιση σε ό,τι αφορά την κοινωνική ένταξη, την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και την οικονομική ευημερία.
Κύριοι άξονες στην επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης αποτελούν συμφωνίες όπως η Συμφωνία του Παρισιού το 2015, που έχει ως στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και οι 17 Στόχοι Αειφόρου Ανάπτυξης. Οι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν έως το 2030 είναι χωρισμένοι σε πέντε κατηγορίες: χρηματοδότηση, τεχνολογία, ανάπτυξη δεξιοτήτων, εμπόριο και συστημικά θέματα. Επιπλέον, η πρόσφατη Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία που ανέπτυξε η Ε.Ε. παρέχει ένα σχέδιο δράσης για τη μετάβαση στην κυκλική οικονομία ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική και αποδοτική ως προς τη χρήση των πόρων και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στο μηδέν μέχρι το 2050.
Για τις επιχειρήσεις, η ανάπτυξη ενός βιώσιμου μοντέλου είναι καθοριστικής σημασίας. Οι αρχές του ΟΗΕ απαιτούν ευθυγράμμιση της επιχειρηματικής στρατηγικής με τη Συμφωνία του Παρισιού. Επιπροσθέτως, τα ESG standards που θέτει μια επιχείρηση είναι απαραίτητα για την αποτελεσματικότερη επικοινωνία των προϊόντων της αλλά και για να εξαλείψει το greenwashing, δηλαδή την συμπεριφορά και τις δραστηριότητες μιας εταιρίας ή ενός οργανισμού που έχει σκοπό να κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι ενδιαφέρεται για το περιβάλλον και ότι κάνει περισσότερα για την προστασία του, από ό, τι κάνει πραγματικά, με στόχο να αυξήσει τα κέρδη του. Τα κίνητρα που θα βοηθήσουν μια επιχείρηση στην ανάπτυξη «πράσινων» επενδύσεων συνδέονται άμεσα όχι μόνο με την οικονομία αλλά και με την καινοτομία και τη νεανική επιχειρηματικότητα. Αυτό το νέο επιχειρηματικό μοντέλο περιλαμβάνει προκλήσεις αλλά και σημαντικά οφέλη για τις επιχειρήσεις.
Πιο συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις που ακολουθούν ένα βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας και ανάπτυξης επισημαίνουν ότι υπάρχουν οφέλη σε τρεις τομείς: στην επιχειρηματική αντίληψη, σε αυτή των καταναλωτών και στον επιχειρηματικό αντίκτυπο. Πιο συγκεκριμένα, έρευνα της McΚinsey το 2011 έδειξε ότι το 33% των επιχειρήσεων που ενσωμάτωσαν βιώσιμες πρακτικές στη στρατηγική τους, είχαν βελτίωση της λειτουργικής αποδοτικότητας αλλά και μείωση του κόστους, με αποτέλεσμα την αύξηση των κερδών της επιχείρησης κατά 19% από το προηγούμενο έτος. Σε συνέχεια του προηγούμενου, η ανάπτυξη ενός βιώσιμου μοντέλου στις επιχειρήσεις παρέχει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Έρευνες δείχνουν ότι εταιρείες που προάγουν την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση μέσα από τις πράξεις τους έχουν 18% υψηλότερη απόδοση επένδυσης σε σχέση με άλλες εταιρείες.
Μειώνοντας το αποτύπωμα του άνθρακα και των απορριμμάτων συσκευασίας, οι επιχειρήσεις μπορούν επίσης να δουν θετικό αντίκτυπο και στην αντίληψη των καταναλωτών για αυτές . Η βελτίωση της συσκευασίας, αλλάζοντας τα υλικά της σε ανακυκλώσιμα, συμβάλλει στην επίτευξη του στόχου για μηδενικές καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου Παράλληλα, η ανάπτυξη δράσεων που συμβάλλουν στην αντιμετώπιση σύγχρονων περιβαλλοντικών προκλήσεων ενισχύουν την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των καταναλωτών οι οποίοι πλέον όχι μόνο αναμένουν την ενεργοποίηση των επιχειρήσεων προς αυτή την κατεύθυνση αλλά τις στηρίζουν με τις επιλογές τους
Ωστόσο υπάρχουν και δυσκολίες στην εφαρμογή ενός τέτοιου μοντέλου. Η έλλειψη πόρων και χρόνου αποτρέπει τις επιχειρήσεις από το να μεταβούν σε ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης. Η ανάπτυξη δεικτών για την περιβαλλοντική διαχείριση φαίνεται κάτι δύσκολο για τις επιχειρήσεις αφού οι στόχοι δεν επηρεάζονται πια μόνο από την κερδοφορία αλλά και από δυο άλλες μεταβλητές: την επίπτωση στο περιβάλλον αλλά και την κοινωνία. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει μια σειρά συστημικών εμποδίων που επηρεάζει τις επιχειρήσεις όπως η έλλειψη πολιτικής βούλησης, η περιορισμένη τεχνική γνώση, οι ανεπαρκείς μηχανισμοί και δομές και η πρόσβαση στους διαθέσιμους χρηματοοικονομικούς πόρους. Τέλος, μπορεί να εμφανιστούν και ενδοταιρικές προκλήσεις όπως η μη υποστήριξη της βιωσιμότητας από άτομα στην επιχείρηση. Η ενθάρρυνση της συμμετοχής των εργαζομένων μπορεί να αποτελέσει πρόκληση, ωστόσο μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω της συστηματικής ενημέρωσης γύρω από τα οφέλη της βιώσιμης ανάπτυξης και τον τρόπο εφαρμογής της στο πλαίσιο της λειτουργίας της επιχείρησης καθώς και μέσω της παροχής κινήτρων σε όσους συμμετέχουν σε προγράμματα που αφορούν τη βιώσιμη ανάπτυξη δημιουργώντας νέες ευκαιρίες εξέλιξης για τους εργαζόμενους.
H Nestlé γνωρίζοντας πως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να περιμένει, δεσμεύεται να μειώσει στο μισό τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030 για να φτάσει στις καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050.
Για να επιταχύνει την πορεία της προς την επίτευξη αυτού του στόχου, η Nestlé θα επενδύσει συνολικά 3,2 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα τα επόμενα πέντε χρόνια. Από αυτή την επένδυση, 1,2 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα θα διατεθούν για την προώθηση της αναγεννητικής γεωργίας σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού της εταιρείας. Μέσα από αυτήν την επένδυση θα μειώσει δραστικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στη διαδρομή "από το αγρόκτημα στο τραπέζι", ενώ θα ισοσκελίσει τις εκπομπές στην ατμόσφαιρα μέσα από ενέργειες αντιστάθμισης άνθρακα στο έδαφος και στα δέντρα.