Εκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ κατέγραψε τους κινδύνους από την περιβαλλοντική κρίση και την απώλεια βιοποικιλότητας, ενώ οι φόβοι που διατυπώνονται επιβεβαιώνονται ήδη: αύξηση του κόστους ζωής, περισσότερα ακραία καιρικά φαινόμενα, έλλειψη φυσικών πόρων. Η λήψη μέτρων είναι απαραίτητη και η ανάγκη επανασχεδιασμού των εταιρικών πρακτικών –μεταξύ των οποίων και των πολιτικών εταιρικής ευθύνης– είναι επιτακτική. Στην Ελλάδα, ακόμη περισσότερο. Διότι είναι η χώρα με μία από τις χειρότερες επιδόσεις όσον αφορά τα απόβλητα που καταλήγουν σε ταφή, ένα από τα μικρότερα ποσοστά επιδόσεων στη λεγόμενη «κυκλική οικονομία», αλλά και τον πιο «γερασμένο» –άρα και ρυπογόνο– στόλο οχημάτων, ιδιωτικών και επαγγελματικών.
.
To μήνυμα του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Βιοποικιλότητας στις 22 Μαΐου ήταν σαφές: «Πρέπει να προχωρήσουμε πιο γρήγορα, πιο συντονισμένα και πιο δυναμικά, για να διασφαλίσουμε βιώσιμο μέλλον για όλους». Ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία η βιοποικιλότητα δεν μειωνόταν με μεγαλύτερη ταχύτητα, ποτέ ο κίνδυνος εμφάνισης φυσικών καταστροφών λόγω της κλιματικής αλλαγής και της υπερθέρμανσης δεν ήταν μεγαλύτερος. Η συνέπεια αποτυπώθηκε σε ειδική έκθεση που συνέταξε ο ΣΕΒ με δύο αριθμούς:
Οι φυσικές καταστροφές που προκαλούνται από την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και την κλιματική αλλαγή κοστίζουν ήδη περισσότερα από 300 δισ. δολάρια ετησίως, ενώ περισσότερο από το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη φύση.
Η κατάρρευση βασικών υπηρεσιών οικοσυστημάτων, όπως η επικονίαση και η παροχή τροφίμων και ξυλείας, μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 2,7 τρισ. δολάρια ετησίως έως το 2030 και να οδηγήσει αρκετές χώρες στη χρεοκοπία.
Μεγάλο το διακύβευμα, μεγάλη και η ευθύνη όλων, κυρίως όμως των κρατών και των επιχειρήσεων, καθώς οι δικές τους αποφάσεις αφήνουν το μεγαλύτερο αποτύπωμα είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Με δεδομένες πλέον τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων, οι πολιτικές εταιρικής ευθύνης στο πεδίο του περιβάλλοντος πρέπει να εξυπηρετούν τους δύο βασικούς και αλληλένδετους παγκόσμιους στόχους. Πρώτον, την αντιστροφή της απώλειας βιοποικιλότητας έως και το 2030 (ήδη υιοθετήθηκε το παγκόσμιο πλαίσιο για τη βιοποικιλότητα από 188 χώρες) και, δεύτερον, την αποφυγή της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη παραπάνω από 1,5 μονάδα.
Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν σε ορίζοντα διετίας αλλά και δεκαετίας καταγράφηκαν σε σχετική έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ προ μηνών (Global Risks Report 2023). Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, ο νούμερο ένα κίνδυνος θα είναι η αύξηση του κόστους ζωής (το βιώνουμε ήδη έντονα και στην Ελλάδα λόγω ενέργειας και τροφίμων), η αύξηση των φυσικών καταστροφών και των ακραίων καιρικών φαινομένων, η έλλειψη φυσικών πόρων, η διάβρωση της κοινωνικής συνοχής, η αποτυχία μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, ακόμη και η μεγάλης κλίμακας ακούσια μετανάστευση. Σε ορίζοντα δεκαετίας αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο να αποτύχει πλήρως ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής, να χαθεί η βιοποικιλότητα, να βιώσουμε περιβαλλοντικές καταστροφές μεγάλης κλίμακας και να πολλαπλασιαστούν οι ελλείψεις φυσικών πόρων.
Το παγκόσμιο πλαίσιο για τη βιοποικιλότητα έθεσε συγκεκριμένους ειδικούς στόχους (23 τον αριθμό), την επίτευξη των οποίων οι επιχειρήσεις θα πρέπει να καταστήσουν προτεραιότητα στο πλαίσιο της δικής τους εταιρικής ευθύνης. Αρχής γενομένης από τις μεγάλες εταιρείες, αλλά και τις πολυεθνικές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, θα πρέπει:
1. Να παρακολουθούν τακτικά, να αξιολογούν και να γνωστοποιούν με διαφάνεια τους κινδύνους, τις εξαρτήσεις και τις επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα κατά μήκος των δραστηριοτήτων τους, των αλυσίδων εφοδιασμού και αξίας και των χαρτοφυλακίων τους. Η αξιολόγηση και η δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με τη φύση θα πρέπει να καταστεί συνήθης πρακτική, όπως συμβαίνει ήδη με τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με το κλίμα.
2. Να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες στους καταναλωτές για την προώθηση βιώσιμων καταναλωτικών προτύπων. Οι κυβερνήσεις καλούνται να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να παρέχουν πληροφορίες στους καταναλωτές, ώστε να μπορούν να κάνουν πιο βιώσιμες καταναλωτικές επιλογές. Το είδος των πληροφοριών που θα παρέχονται από τις επιχειρήσεις και ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει αυτό αποφασίζεται σε εθνικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι η υποβολή προτάσεων από την πλευρά των επιχειρήσεων αλλά και η εφαρμογή των μέτρων που θα συμφωνηθούν και θα νομοθετηθούν πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα.
3. Να υποβάλουν εκθέσεις σχετικά με τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς και τα μέτρα για την πρόσβαση και τον καταμερισμό του όποιου οφέλους προκύπτει.
Βασικός στόχος είναι επίσης ο προσδιορισμός έως το 2025 των κινήτρων και των επιδοτήσεων που είναι επιβλαβή για τη βιοποικιλότητα, με στόχο την εξάλειψη και τη σταδιακή κατάργηση. Ο στόχος έχει ποσοτικοποιηθεί: μείωση των επιβλαβών για το περιβάλλον επιδοτήσεων κατά τουλάχιστον 500 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο μέχρι το 2030. Τι θα μπορεί να σημαίνει αυτό στην πράξη; Όχι επιδοτήσεις στα νοικοκυριά για κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης, όχι δανειοδοτήσεις με χαμηλά επιτόκια για ρυπογόνες επενδύσεις κ.λπ. H «στροφή» των επιχειρηματικών πρακτικών και των πολιτικών εταιρικής ευθύνης στην κατεύθυνση της προστασίας του περιβάλλοντος κρύβει βέβαια επιχειρηματικές ευκαιρίες, άρα και πιθανά οφέλη. Οι μελέτες δείχνουν ότι σε παγκόσμιο επίπεδο η μετάβαση σε επιχειρηματικά μοντέλα που καθιστούν την προστασία της φύσης προτεραιότητα, μπορεί να δημιουργήσει ευκαιρίες αξίας 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το 2030, αλλά και 395 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας. Ήδη η αξία των υπηρεσιών που προσφέρονται από τη φύση ανέρχεται παγκοσμίως στα 125 τρισ. δολάρια ετησίως.
«Κυκλική οικονομία»
Η κυκλική οικονομία είναι ένα μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης, το οποίο περιλαμβάνει την ανταλλαγή, την εκμίσθωση, την επαναχρησιμοποίηση, την επισκευή, την ανακαίνιση και την ανακύκλωση των υπαρχόντων υλικών και προϊόντων όσο το δυνατόν περισσότερο, προκειμένου να παραταθεί ο κύκλος ζωής τους, αναφέρει σε κείμενό του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στόχος η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση των αποβλήτων, η παραγωγή των οποίων μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση φτάνει στα 2,5 δισεκατομμύρια τόνους σε ετήσια βάση. Η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης, καθώς καταγράφει μία από τις τρεις χειρότερες επιδόσεις στην ταφή αποβλήτων (80% έναντι 38%, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ) και ένα από τα μικρότερα ποσοστά κυκλικής χρήσης υλικών (μόλις 5,4% το 2020 από 2,4% το 2016, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι στο 12,8%). Αυτό σημαίνει ότι κοινωνία και επιχειρήσεις έχουν πολύ δρόμο να διανύσουν προκειμένου να επιτύχει η χώρα κάποιους κομβικούς στόχους, όπως για παράδειγμα η ελαχιστοποίηση της ταφής αστικών αποβλήτων στο 10% έως το 2030. Για να επιτευχθεί ο στόχος, θα πρέπει να ενισχυθεί η «πράσινη ζήτηση» (δηλαδή το ενδιαφέρον για προϊόντα που δεν ακολουθούν τη λεγόμενη γραμμική πορεία «παίρνω-φτιάχνω-καταναλώνω-πετώ») και, για να συμβεί αυτό με τη σειρά του, θα πρέπει να σχεδιαστούν τα ανάλογα προϊόντα. Εδώ μπαίνει και πάλι στο προσκήνιο ο ρόλος των επιχειρήσεων. Θα καθιερωθεί, για παράδειγμα, «πραγματικό δικαίωμα στην επισκευή» για τους πολίτες; Που σημαίνει ότι ο καταναλωτής δεν θα έχει συμφέρον να πετάξει μια χαλασμένη συσκευή και να πάρει καινούργια (όπως συμβαίνει σήμερα) αντί να την ανακυκλώσει. Για να συμβεί όμως αυτό, απαιτείται βελτίωση σε όλα τα επίπεδα: από διάθεση ανταλλακτικών μέχρι πραγματική εγγύηση και ταχύτατη επισκευή. Θα ενισχυθεί ο οικολογικός σχεδιασμός προϊόντων ώστε να μειωθούν τα απόβλητα; Το τι θα γίνει στους κλάδους των υφασμάτων, των πλαστικών, των κατασκευών αλλά και των ηλεκτρονικών συσκευών είναι εξαιρετικά κρίσιμο.
Το παράδειγμα της συσκευασίας
Κάθε Ευρωπαίος παράγει ετησίως σχεδόν 180 κιλά απορριμμάτων συσκευασιών. Είναι προϊόντα που χρησιμοποιούν «παρθένα υλικά», καθώς το 40% των πλαστικών υλών και το 50% του χαρτιού που χρησιμοποιούνται στην ΕΕ προορίζονται ακριβώς για συσκευασίες. Τον Νοέμβριο του 2022, η Επιτροπή πρότεινε νέους κανόνες για τις συσκευασίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να προχωρήσει η μετάβαση προς τα πλαστικά βιολογικής προέλευσης, τα λιπασματοποιήσιμα και τα βιοαποδομήσιμα πλαστικά. Μεταξύ των μέτρων που συζητούνται είναι να απαγορευτούν ορισμένοι τύποι συσκευασιών, όπως οι συσκευασίες μιας χρήσης για τρόφιμα και ποτά όταν αυτά καταναλώνονται σε εστιατόρια και καφετέριες, οι συσκευασίες μιας χρήσης για φρούτα και λαχανικά, οι ατομικές συσκευασίες σαμπουάν και άλλων προϊόντων στα ξενοδοχεία κ.λπ. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο καθορισμός κριτηρίων σχεδιασμού για τις συσκευασίες, η δημιουργία υποχρεωτικών συστημάτων ανταποδοτικής ανακύκλωσης για πλαστικές φιάλες και δοχεία αλουμινίου.
Θα υπάρχουν επίσης υποχρεωτικά ποσοστά ανακυκλωμένου περιεχομένου που θα πρέπει να περιλαμβάνουν οι παραγωγοί σε νέες πλαστικές συσκευασίες. Αυτό θα συμβάλει στη μετατροπή του ανακυκλωμένου πλαστικού σε πολύτιμη πρώτη ύλη, όπως καταδεικνύεται ήδη από το παράδειγμα των φιαλών PET στο πλαίσιο της οδηγίας για τα πλαστικά μιας χρήσης. Η πρόταση θα εξαλείψει τη σύγχυση σχετικά με το ποια συσκευασία ανήκει σε ποιον κάδο ανακύκλωσης. Κάθε συσκευασία θα φέρει επισήμανση στην οποία θα αναγράφεται από τι υλικά παρασκευάστηκε και σε ποια ροή αποβλήτων πρέπει να απορρίπτεται. Οι περιέκτες συλλογής αποβλήτων θα φέρουν τις ίδιες επισημάνσεις. Τα ίδια σύμβολα θα χρησιμοποιούνται παντού στην ΕΕ.
Έως το 2030 εκτιμάται ότι τα προτεινόμενα μέτρα θα μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τις συσκευασίες σε 43 εκατ. τόνους σε σύγκριση με τους 66 εκατ. τόνους εάν δεν τροποποιηθεί η νομοθεσία – η μείωση αυτή είναι περίπου ίση με τις ετήσιες εκπομπές της Κροατίας. Η χρήση νερού θα μειωθεί κατά 1,1 εκατ. κυβικά μέτρα. Και το κόστος της περιβαλλοντικής ζημίας για την οικονομία και την κοινωνία θα μειωθεί κατά 6,4 δισ. ευρώ σε σχέση με το βασικό σενάριο του 2030.
Πηγή: Καθημερινή